5. Ο πύργος τους ήταν
χτισμένος στην κορυφή
ενός βουνού, το
οποίο ήταν πάντοτε
σκεπασμένο από ένα
πυκνό πέπλο ομίχλης.
6. Οι 4 πριγκίπισσες
μεγάλωναν μέσα στο
παλάτι χωρίς να
βγαίνουν ποτέ έξω,
ούτε καν στην αυλή
του παλατιού, και έτσι
με τα χρόνια έγιναν 4
πεντάμορφες αλλά
χλωμές και θλιμμένες
βασιλοπούλες.
7. Βλέποντας τις θλιμμένες
κόρες τους, ο βασιλιάς
και η βασίλισσα,
αποφάσισαν να τις
στείλουν με τη
συνοδεία του σοφού
γέροντα του παλατιού,
να γνωρίσουν τις χώρες
πέρα απ’ την ομίχλη.
8. Όποια χώρα θα
ήταν αυτή που άρεσε
περισσότερο στα
κορίτσια , σ’ αυτήν θα
έχτιζε ο βασιλιάς ένα
καινούριο παλάτι για
να ξαναφέρει τη χαρά
στα πρόσωπα των
κοριτσιών του.
10. Παράξενοι ήχοι ξάφνιασαν
τις πριγκίπισσες, που
κοιτάζοντας γύρω τους είδαν
έναν καταρράκτη να ρίχνει
με ορμή τα νερά του από
το βουνό σχηματίζοντας πιο
κάτω ένα κρυστάλλινο
ποτάμι.
11. Τα κορίτσια άρχισαν να
τρέχουν ακολουθώντας το
νερό και τα πόδια τους
βούλιαζαν σε στρώματα
φθινοπωρινών φύλλων,
18. Αυτή είναι η χώρα του ‘’
χρυσού φθινόπωρου’’ είπε ο
γέροντας, και έχει τόσα
χρώματα, που πολλές
φορές δεν θα μπορείτε να
πιστέψετε πως είναι
αληθινά.
23. Ακολούθησαν το κατέβασμα
του ποταμού, ώσπου
ξαφνικά σταμάτησαν, ένα
αιθέριο άρωμα πλανιόταν
παντού. Τότε ήταν που οι
βασιλοπούλες αντίκρισαν
για πρώτη φορά ανθισμένα
δέντρα με χιλιάδες αέρινα
λουλούδια στα κλαδιά
τους.
24. Άρχισαν να τρέχουν στο
καταπράσινο λιβάδι γεμίζοντας
τις αγκαλιές τους πολύχρωμα
λουλούδια, που κι αυτά λες και
καταλάβαιναν τη χαρά τους,
άνθιζαν με τα πιο έντονα
χρώματα, στολίζοντας τ’ απέραντα
λιβάδια.
25. Βρισκόμαστε στη χώρα
της ‘’αιώνιας άνοιξης’’
είπε ο γέροντας και οι
πριγκίπισσες χαμογέλασαν
ακούγοντας τα πουλιά να
κελαηδούν και βλέποντας
τις πεταλούδες να πετούν
γύρω απ’ τα λουλούδια
των αγρών.
26.
27.
28.
29.
30.
31.
32.
33.
34.
35.
36.
37.
38.
39.
40.
41.
42.
43.
44.
45.
46.
47.
48.
49.
50.
51. Κυνηγώντας τις πεταλούδες οι
πριγκιποπούλες κατέβαιναν τις
καταπράσινες πλαγιές, ώσπου
τη θέση τους πήραν
κατακίτρινα χωράφια με
στάχυα ψηλά και κίτρινα
λουλούδια ψηλότερα και από
τις ίδιες.
58. Τότε ήταν που
σταμάτησαν απότομα το
παιχνίδι και κοίταξαν
προς τα κάτω. Μια
καταγάλανη κι απέραντη
επιφάνια απλώνονταν
μπροστά τους.
59. Τι να’ ταν άραγε αυτό
αναρωτήθηκαν οι βασιλοπούλες
κι άρχισαν σιγά-σιγά να
πλησιάζουν μη μπορώντας να
πάρουν το βλέμμα τους απ’ το
εξαίσιο αυτό θέαμα.
60. Ο ήλιος έκαιγε, πρωτόγνωρο
για τα κορίτσια που
άρχισαν να τρέχουν προς
την παραλία.
61.
62.
63. Τρέχοντας, μια ευχάριστη
αίσθηση τις έκανε να
χαμογελάσουν. Τα γυμνά
τους πόδια βούλιαζαν στη
χρυσή άμμο, αυτές την
άγγιζαν, τη χάιδευαν,
γέμιζαν τις χούφτες τους κι
αυτή χωρίς να θέλει να
εγκλωβισθεί, έτρεχε
ανάμεσα απ’ τα δάχτυλά
τους κι πάλι προς τα κάτω.
64. Για πρώτη φορά αντίκρισαν
κοχύλια, κι έτσι άρχισαν να
μαζεύουν τα ομορφότερα
αντικρίζοντας για πρώτη φορά
παρόμοια ομορφιά.
65.
66.
67.
68.
69.
70.
71. Τότε ήταν που έφθασαν στην
ακροθαλασσιά. Δειλά- δειλά
άρχισαν να μπαίνουν στο
νερό και ο φόβος έδωσε τη
θέση του στη χαρά.
72.
73.
74. Η μαγεία της ανακάλυψης
της θάλασσας τις συνεπήρε,
έπαιξαν, πιτσίλισαν η μια
την άλλη και κολύμπησαν
μη πιστεύοντας πως ζούσαν
μια τέτοια απόλαυση.
75. Για πρώτη φορά
έβλεπαν ψάρια και στην
προσπάθειά τους να τα
πιάσουν, αυτά έφευγαν
τρομαγμένα στα πιο
βαθιά νερά.
76.
77.
78. Βγήκαν απ’ το νερό
όταν ένας κόκκινος ήλιος
έβαψε τον ουρανό και τη
θάλασσα. Στο βάθος του
ορίζοντα άρχισαν να
αχνοφαίνονται μικρές
βάρκες.
79.
80. Μια δροσερή αύρα άρχισε
να φυσά και οι νεαρές
πριγκίπισσες έριξαν πάνω τους
τις κάπες τους και κάθισαν
στην παραλία ατενίζοντας την
απεραντοσύνη του πελάγου.
81. Αυτή είναι η γη του
“παντοτινού καλοκαιριού”
είπε ο γέροντας στα
κορίτσια, κι αυτές
χαμογέλασαν στη θύμηση
της ημέρας που πέρασαν
κοντά στη θάλασσα.
82.
83.
84. Η νύχτα έπεφτε και
οι πριγκιποπούλες
άρχισαν να κρυώνουν.
Η νεράιδα τότε τις
παρακίνησε να
φορέσουν τα χοντρά
τους ρούχα για να
φυλαχτούν από τον
κρύο αέρα που άρχισε
να φυσά και να
διαπερνά τα κορμιά
τους.
85.
86.
87.
88.
89.
90. Ξημερώνοντας οι
κοπέλες αντίκρισαν
ένα κρυστάλλινο
τοπίο. Τα κλαδιά των
δένδρων και τα φυτά
ήταν αγκαλιασμένα
από κρυστάλλινους
σταλακτίτες, και η γη
άστραφτε σα να’ τανε
πασπαλισμένη με
ασημόσκονη.
91. Ανεβαίνοντας το βουνό
άρχισε να χιονίζει. Το
τοπίο αχνοφαίνονταν
πίσω απ’ τις πουπουλένιες
νιφάδες, που σκέπαζαν
αθόρυβα τη γη και τα
κλαδιά των δένδρων που
έγερναν από το βάρος
του χιονιού.
92. Αυτή κορίτσια είναι η
χώρα του «κρυστάλλινου
χειμώνα» είπε η νεράιδα και
τα άγγιξαν για πρώτη φορά
το παγωμένο χιόνι.
105. Χάθηκαν τα λουλούδια τα
πουλιά οι θάλασσες και οι
ακρογιαλιές. Όλα κρύφτηκαν
κάτω απ΄ το θαμπό πέπλο, και
μαζί χάθηκε η χαρά από τα
πρόσωπα των κοριτσιών και τη
θέση της πήρε η θλίψη.
106. Φθάνοντας στο παλάτι
ο βασιλιάς που περίμενε
με ανυπομονησία τις
κόρες του χαμογέλασε με
ανακούφιση βλέποντας
τες να επιστρέφουν και
αμέσως τις ζήτησε ν’
αποφασίσουν σε ποια
από τις χώρες που
γνώρισαν θα ήθελαν να
ζήσουν σ’ ένα δικό τους
παλάτι.
107. Τότε ήταν που η καλή
νεράιδα στράφηκε
ευχαριστημένη προς τον
βασιλιά που έμοιαζε
αλλιώτικος και του είπε
«ΝΑΙ, στ’ αλήθεια
διορθώθηκες»
108. Ξαφνικά όλα άλλαξαν,
ένας λαμπερός ήλιος
εισέβαλλε απροσκάλεστος
στο παλάτι και φώτισε τα
πάντα. Ο ουρανός φάνηκε
καταγάλανος και τα
κελαϊδίσματα των πουλιών
έφτασαν στ’ αυτιά τους.
109. Τα μάγια λύθηκαν, είπε η
νεράιδα χαμογελώντας και
όλοι βγήκαν αγκαλιασμένοι
στην αυλή και ζήσανε αυτοί
καλά κι’ εμείς καλύτερα.