Εξερευνώντας τα μυστήρια του ουρανού-Παρουσίαση.pptx
"Του νεκρού αδελφού" σενάριο του Α1 (ΓΕΛ ΣΕΡΒΙΩΝ)
1. Νεοελληνική λογοτεχνία Α΄ Λυκείου
Του νεκρού αδελφού
Διασκευή του ομότιτλου λαϊκού τραγουδιού
Άλλα Νίκος, Γιαζιτζιόγλου Σωτήρης, Γυλτίδης Παντελής, Διαμαντή Άννα
Υπεύθυνη καθηγήτρια: Κουρελή Αθανασία
Σέρβια, 2014
2. Σεναριογράφοι-Σκηνοθέτες: Άλλα Νίκος, Γιαζιτζιόγλου Σωτήρης, Γυλτίδης Παντελής,
Διαμαντή Άννα
Ηθοποιοί κατά ρόλοι: Αφηγήτρια: Σαββίδου Αναστασία Κωσταντής: Γεωργανάκης
Χρήστος, Αρετή: Γκουντουλογιάννη Φανή Μάνα: Κουτσιανοπούλου Βάγια,
Προξενήτρα: Βελλή Ιωάννα Χορός-Μοιρολογίστρες: Βέττα Χρυσή, Γκουτζομήτρου
Κλειώ, Δησερή Ελένη Χορευτές: Γιαζιτζιόγλου Σωτήρης, Γκουντουλογιάννη Φανή,
Κοντοδίνα Πηνελόπη, Σταυριανίδου Ελένη.
Ενδυματολόγοι: Γιαζιτζιόγλου Σωτήρης, Διαμαντή Άννα
Ενδύματα θιάσου: Χορός : Μαύρο μακρύ φόρεμα, ξέπλεκα μαλλιά και μαύρο μαντήλι
Μάνα: Άσπρα μαλλιά, γκρι φούστα και πλεκτή μπλούζα στην πρώτη της εμφάνιση στην
δεύτερή της εμφάνιση (μετά τον θάνατο των εννιά γιων της) μαυροφορεμένη Κωσταντής:
Μαύρο παντελόνι-πουκάμισο στην πρώτη του εμφάνιση μετά το θάνατό του όταν βγαίνει
από τον τάφο του ασπροφορεμένος και τυλιγμένος με μερικά σάβανα Αρετή:
Ασπροφορεμένη στην πρώτη της εμφάνιση στη συνάντησή της με τον Κωσταντή ντυμένη
με πορτοκαλί ή κόκκινο φόρεμα Αφηγήτρια: Σκούρο μπλε μακρύ φόρεμα Χορευτές:
Άσπρο πουκάμισο και μαύρο παντελόνι.
Τραγούδια: Είσοδος της αφηγήτριας συνοδευόμενη από το τραγούδι Ήπειρος της
πεντατονίας ‘’Το τραγούδι του νεκρού αδελφού’’ http://www.youtube.com/watch?v=C-5WcpK-
9Yk ,Όταν φεύγει η Αρετή για τα ξένα ακούγεται το τραγούδι της καλλιτέχνιδος Βίκυς
Μοσχολιού ‘’Μην πιείς νερό και με ξεχάσεις’’http://www.youtube.com/watch?v=B08AWfJZGKY
συνοδευόμενο από το συρτάκι των χορευτών του έργου, Θάνατος των 9 αδελφών και τα
μοιρολόγια της μάνας συνοδευόμενη από το τραγούδι ‘’Το μοιρολόι της μάνας’’
επιτραπέζιο Μακεδονίας http://www.youtube.com/watch?v=dG9TOc9z2HQ, Έξοδος Κωσταντή
από το μνήμα συνοδευόμενη από τον ήχο της καμπάνας και της φράσης ‘’Άνοιξε πέτρα’’
του ομότιτλου τραγουδιού της καλλιτέχνιδος Μαρινέλλας
http://www.youtube.com/watch?v=RUlLaH0urGA, Θάνατος Μάνας και Αρετής συνοδευόμενος
από ένα τραγούδι του Νίκου Ξυλούρη ‘’Στον ουρανό χορεύουνε’’
http://www.youtube.com/watch?v=YImB0nI50P8, Τέλος η αυλαία πέφτει με τα τελευταία λόγια
της αφηγήτριας συνοδευόμενα από το μοιρολόι ‘’Της μάνας η γλυκιά φωνή’’
http://www.youtube.com/watch?v=A_xPQN5cysE
3. Το έργο:
Αφηγήτρια: - Κάποτε γύρω στο 827 μ.Χ την περίοδο της κατάκτησης της Κρήτης από
τους Άραβες, υπήρχε μια οικογένεια με 9 γιους και μια κόρη,
«Μάνα με τους εννιά σου γιους και με την μια σου κόρη, την κόρη την μονάκριβη την
πολυαγαπημένη, την είχες δώδεκα χρονώ κι ήλιος δε σου την είδε. Στα σκοτεινά την
έλουζε, στα άφεγγα τη χτενίζει, στ’ άστρι και τον αυγερινό έπλεκε τα μαλλιά της».
Ώσπου μια μέρα, μια προξενήτρα έκρουσε τη θύρα της οικογένειας εκ μέρους ενός
Άραβα που είχε καταλάβει το νησί…
Προξενήτρα: - Γεια και χαρά σας Έλληνες, κυράδες κι αφεντάδες, αυτού του σπιτικού. Με
έστειλε ο κύρης μου το θέλημά του να εκπληρώσω.
Μάνα: - Καλώς σε βρήκαμε κυρά προξενήτρα μα καλός ο λόγος που εισ’ εδώ φοβούμαι
πως δεν είναι. Τι γυρεύεις στο φτωχικό μας;
Προξενήτρα: - Ο αφέντης μου με έστειλε το χέρι της μονάκριβής σου κόρης να ζητήσω,
στην Αραβία να την πάω γάμος λαμπρός να γίνει.
Μάνα: Μα τι ειν’ αυτά που λες κυρά, δε φτάνει που πήρατε το πιο όμορφο νησί μας,
ήρθατε τώρα να πάρετε και τη μονάκριβή μου κόρη; Ακούτε αγόρια μου γλυκά; Την
Αρετούλα μας ήρθαν να πάρουν.
Αφηγήτρια: Οι οχτώ αδερφοί δεν θέλουν μόν’ ο Κωσταντής αντιλέγει…
Κωσταντής: Μάνα γλυκιά ηρέμησε και σκέψου το καλά, ας ειν’ τουλάχιστον η Αρετή μας
να γλιτώσει.
Μάνα: Κωσταντάκι μου ελάχιστο δίκιο έχεις, κι α μόρτει, γιε μου, θάνατος, κι α μόρτει,
γιε ου, αρρώστια, κι αν τύχει πίκρα γη χαρά, ποιος πάει να μου τη φέρει;
Κωσταντής: Μη σκας μανούλα μου καλή, όρκο βαρύ εμπρός σου εδώ θα ξεστομίσω:
«Βάζω τον ουρανό κριτή και τους αγίους μαρτύρους, αν έρθει θάνατος, αν έρθει
αρρώστια, ή αν τύχει γη χαρά και απελευθερωθούμε, στο υπόσχομαι μανούλα μου εγώ
να σου τη φέρω».
Αφηγήτρια: Κι η μάνα, ακούγοντας το βαρύ αυτό όρκο του γιου της δέχτηκε με βαριά
καρδιά να δώσει την κόρη της στα ξένα.
4. Μάνα: Αν είναι έτσι γιόκα μου, δέχομαι. Μόνο μια χάρη κάνε μου. Σύρε και πες στην
αδελφούλα σου να ετοιμάζεται για γάμο, για ταξίδι μεγάλο.
Αφηγήτρια: Ο Κωσταντής αμέσως εκπλήρωσε τη θέληση της μάνας του και πήγε στην
Αρέτω.
Κωσταντής: Πανέμορφή μου αδερφή της μάνας μας καμάρι, σου φέρνω νέα όμορφα σου
φέρνω νέα ωραία.
Αρετή: Πολυαγαπημένε μου αδερφέ στήριγμα και δύναμή μου, ποια είναι τα τόσα καλά
μαντάτα που μου φέρνεις;
Κωσταντής: Γλιτώνεις Αρετούλα μου φεύγεις για τα ξένα! Θα πας για γάμο για χαρά και
τα ματάκια σου δεν θα δουν ξανά σκοτωμούς και πόνο.
Αρετή: Μα τι ειν’ αυτά που λες Κωσταντή μου; Εγώ στα ξένα για παντρειά; Τι να την
κάνω την χαρά μακριά από τους δικούς μου;
Κωσταντής: Άκου Αρέτω μου τον μεγαλύτερο αδερφό σου. Εκεί στα ξένα θα δεις πλούτο
πολύ και χάρη, ελευθερία θα έχεις άφθονη κι αγάπη πολύ μεγάλη.
Αρετή: Τι να κάνω κι εγώ αδερφάκι μου στο θέλημά σου θα υπακούσω. Το ξέρω πως
πλούτη και χάρη θα ‘χω. Γυναίκα ηγεμόνα θα ‘μαι. Μα αγάπη και ελευθερία σίγουρα δε
θα βρω.
Κωσταντής: Μην είσαι σίγουρη Αρετούλα μου για τίποτα στον κόσμο τούτο. Έλα τώρα
σκούπισε το δάκρυ σου κι ετοιμάσου για γάμο για ταξίδι μεγάλο.
Αφηγήτρια: Σαν ετοιμάστηκε η Αρετή, αγκάλιασε και τους οχτώ τους αδερφούς μα τον
Κωσταντή δεν αποχαιρέτησε σα να ήταν σίγουρη πως πάλι κοντά της θα ‘ρθει.
Αρετή: Φεύγω μανούλα μου γλυκιά φεύγω στα ξένα μακριά.
Μάνα: Που να ‘ξερα η βαριόμοιρη πως θα ‘ρχονταν η ώρα που θα ‘χανα τη μονάκριβή
μου κόρη. Να προσέχεις όμορφη μου Αρετή στα ξένα που πηγαίνεις, μάνα καλή να
γίνεις και άξια γυναίκα. Κι εμάς γλυκιά μου Αρετή ποτέ μη μας ξεχάσεις στα βάθη της
καρδιάς σου για πάντα φύλαξέ μας.
Αφηγήτρια: Η Αρέτω η γλυκιά έφυγε με την προξενήτρα κι έμεινε η μάνα με τους γιους
ολημερίς να κλαίει.
5. Μάνα: Έφυγε το στολίδι μου, έφυγε η Αρετή μου.
Κωσταντής: Μην κλαίς άλλο μανούλα μου καλή, να χαίρεσαι θα πρέπει που η Αρέτω μας
έφυγε και θα γλιτώσει. Αν έμενε εδώ ή από σπαθί θα πήγαινε ή από τη πείνα. Γι’ αυτό
χαμογέλα μάνα μου γιατί εκεί θα βρει και πλούτη και μεγαλεία, σε ηγεμόνα την δίνουμε
ξακουστό της Αραβίας. Μπορεί να ειν’ οχτρός μα σίγουρα θα της προσφέρει και αγάπη
και στοργή και βασίλισσα θα την έχει.
Μάνα: Μακάρι να ‘ναι έτσι Κωσταντή. Γιατί αν ειν’ έτσι μεγάλη χαρά μου δίνεις. Μα γιε
μου ένα θα σου πω και βάλτο καλά μεσ’ το μυαλό σου. Τον όρκο που μου έδωσες ποτέ
δεν τον ξεχνώ και όσο μπορώ ζωντανή θα μείνω για να σε δω να μου την φέρνεις πίσω.
Μέχρις εκείνη την στιγμή μέσα μου θα πονώ κι ολημερίς κι ολονυχτίς θα κλαίω. Τα
σωθικά μου θα τα τρώω.
Κωσταντής: Μην ανησυχείς καθόλου για τον όρκο μάνα. Ό,τι ο Κωσταντής υπόσχεται
πάντα το εκπληρώνει. Κι αν τύχει και πεθάνω από τον Άδη θα ανεβώ πίσω να σου τη
φέρω.
Αφηγήτρια: Πέρναγε ο καιρός σαν το νερό που κυλούσε κι έπεσε θανατικό βαρύ στη
ξακουστή τη Κρήτη. Πολλούς ανθρώπους θέρισε, Έλληνες και Βαρβάρους. Μεγάλη
πίκρα ξέσπασε και μέγα μοιρολόι, μα πιο μεγάλη από τη μάνα που και οι εννιά της γιοι
χαθήκαν.
Μάνα: Αχ, εγώ η βαριόμοιρη η χιλιοπικραμένη. Έχασα και τους εννιά τους γιους και
τώρα μόνη μένω. Να κλαίω για όλα τα παιδιά, και τα νεκρά και τα ζωντανά.
Αφηγήτρια: Σ’ όλους τους τάφους από ψηλά η μάνα μοιρολογεί μόνο σε έναν καταριέται.
Μάνα: Ανάθεμά σε Κωσταντή και μυριανάθεμά σε! Εσύ μου έστειλες την Αρετή στα
ξένα. Και τώρα εγώ εδώ μονάχη μου μοιρολογώ. Το τάξιμο που μου ‘ταξες πότε θα μου
το κάμεις; Τον πιο βαρύ όρκο έκανες και τώρα τον πληρώνω. Μονάχη όλοι με αφήσατε
μονάχη μου να κλαίω. Αχ,αχ,αχ.
Αφηγήτρια: Από το πολύ μυριανάθεμα και τη βαριά κατάρα έγιναν πράγματα
πρωτάκουστα πράγματα τρελά. Σείεται η γης κι ο ουρανός βροντάει. Σπάει στα δυο η
ταφόπλακα κι ο Κωσταντής εβγήκε. Κάνει το σύννεφο άλογο και τα’ άστρο χαλινάρι, και
το φεγγάρι συντροφιά και πάει την Αρετή να φέρει. Παίρνει τα όρη πίσω του και τα
βουνά μπροστά τους. Βρίσκει την όμορφη την Αρετή να χτενίζεται έξω στο φεγγάρι.
6. Αρετή: Ποιος είναι, έβγα κι αποκαλύψου γρήγορα γιατί φρουρά θα φωνάξω.
Κωσταντής: Εγώ είμαι Αρέτω μου, ο Κωσταντής, ο αδερφός σου. Ήρθα να σε επάρω.
Ευχάριστα μαντάτα φέρνω η Κρήτη μας ειν’ ελεύθερη εφύγαν οι οχτροί της. Η μάνα μας
σε περιμένει πίσω στο σπιτικό μας να ‘ρθεις.
Αρετή: Αδερφέ μου πολυαγαπημένε στήριγμα και δύναμή μου. Το πόσο χαρούμενη με
κάμεις ούτε που μπορείς να φανταστείς. Χρόνια ολόκληρα περίμενα να ‘ρθεις να
γυρέψεις. Την Ελλάδα μου αποθύμησα και την γλυκιά μου μάνα. Μα πες μου όλα τα
αδέρφια μου πως είναι, πως φαντάζουν; Παντρεύτηκαν παιδιά εκάμναν ή μονάχοι έμειναν
και μόνοι θα αποθάνουν;
Κωσταντής: Όλοι καλά είναι Αρέτω μου γυρεύουν την επιστροφή σου. Όλοι παντρέυτηκαν
όλοι κοπέλια κάμαν μον’ ένας απ’αυτούς κόρη γλυκιά έκαμε.
Αρετή: Κι η μάνα μου η καλή; Κι αυτή με περιμένει; Για μήπως τη βρήκε θάνατος και
τώρα μου το κρύβεις;
Κωσταντής: Όχι Αρέτω μου καλή όλοι σε περιμένουν μον’ κάθε μέρα μαραζώνουν από
τότε που ‘φυγες στα ξένα.
Αρετή: Κι εσύ, κι εσύ καλέ μου Κωσταντή; Γυναίκα πήρες όμορφη, γυναίκα πήρες φίνα
για έμεινες μονάχος σου τη μάνα να προσέχεις;
Κωσταντής: Εγώ, Αρέτω μου γλυκιά, γυναίκα δεν επήρα, μον’ κάθε μέρα με τρώγε το
βάσανό σου. Μα τώρα ‘δώ μπροστά σου βρίσκομαι για να σε φέρω πίσω.
Αφηγήτρια: Κι έτσι ο Κωσταντής πήρε την Αρετή και ξεκίνησαν το ταξίδι τους. Στο
δρόμο που πηγαίναν όμως πουλάκια με ανθρώπινη λαλιά μιλούσαν και έλεγαν…
Πουλάκια: Ποιος είδε κόρην όμορφην να σέρνει ο πεθαμένος;
Αρετή: Άκουσες Κωσταντάκι μου τι λένε τα πουλάκια;
Κωσταντής: Πουλάκια ειν’ Αρέτω μου, πουλάκια είναι κι ας κελαηδούν. Πουλάκια είναι κι
ας λένε.
Αφηγήτρια: Όμως πιο πέρα εσυνάντησαν κι άλλα πολλά πουλάκια.
Πουλάκια: Ανήκουστα πράμματα γίνονται σε τούτονε τον κόσμον. Οι ζωντανοί με τους
νεκρούς αντάμα τριγυρνάνε.
7. Αρετή: Άκουσες Κωσταντάκι μου τι λένε τα πουλάκια;
Κωσταντής: Απρίλης ειν’ κι ας καλαηδούν και Μάης κι ας φωλεύουν.
Αρετή: Φοβούμαι αδερφάκι μου, φοβούμε Κωσταντή μου. Λιβανιές μυρίζεις.
Κωσταντής: Εψές επήγαμε όλοι μαζί στον Αϊ Γιάννη κι εθύμιασέ μας ο παπάς με περισσό
λιβάνι.
Αρετή: Μα Κωσταντάκι μου, πού πήγε η λεβεντιά σου και τα ξανθά σου τα μαλλιά και το’
όμορφό σου το μουστάκι;
Κωσταντής: Αρρώστησα Αρέτω μου και πέσαν τα μαλλιά μου. Μην ακούς τα πουλάκια
και ραγίζει η καρδιά σου. Πουλάκια είναι κι ας κελαηδούν, πουλάκια ειν’ κι ας λένε.
Αφηγήτρια: Η Αρετή, πίστεψε τον αδερφό της και δεν του έκανε άλλες ερωτήσεις. Καθώς
έφτασαν μπροστά στην εκκλησιά, βαριά χτυπά τ’ αλόγου του κι από μπροστά τσ’ εχάθη.
Ξανασείστηκε η γης κι ακούει την πλάκα να βροντά, το χώμα να βουίζει. Ξεκίνησε κι η
Αρετή μονάχη να πάει σπίτι, νομίζοντας πως ο Κωσταντής πιο μετά θα ‘ρθει. Όταν όμως
πλησίασε στο σπιτικό της είδε τον κήπο με μαραμένα τα λουλούδια, την πόρτα γεμάτη
χορτάρια εμπρός της, κλειδαμπαρωμένη και τα παράθυρα μανταλωμένα. Χτυπά την
πόρτα δυνατά και με δάκρυα στα μάτια φωνάζει…
Αρετή: Μάνα μου γλυκιά, μάνα καλή μου μάνα!
Μάνα: Αν είσαι φίλος διάβαινε αν εισ’ οχτρός μου φύγε! Κι αν εισ’ ο Πικροχάροντας
άλλα παιδιά δεν έχω, τα έχασα όλα και τώρα μόνο εγώ απομένω έλα να μου πάρεις την
ψυχή, σε εσέ την παραδίδω.
Αρετή: Μάνα καλή μου άνοιξε το σπλάχνο σου να αντικρίσεις. Δεν ειμ’ ο Πικροχάροντας
ούτε οχτρός σου είμαι. Η κόρη σου η Αρετή που έφυγε στα ξένα.
Μάνα: Αρετούλα μου γλυκιά την φωνή σου τώρα αναγνωρίζω έρχομαι κόρη έρχομαι τη
θύρα να σου ανοίξω.
Αρετή: Μάνα μου σε λησμόνησα και τώρα πίσω ήρθα. Με έφερε ο Κωσταντής τον όρκο
του εκπλήρωσε και μου ‘πε τα καλά μαντάτα. Πως οι οχτροί την άφησαν την όμορφή
μας Κρήτη, πως όλα τα κοπέλια μας, πήραν καλές γυναίκες και πως εσύ ‘σαι ζωντανή και
περιμένεις να ‘ρθω.
8. Μάνα: Μα τι ‘ναι αυτά που λες Αρέτω μου. Στα ξένα που σε ‘στείλαμε έχασες τα λογικά
σου; Τα οχτώ σου αδέρφια απόθαναν κι ο Κωσταντής αντάμα, από βαρύ θανατικό τους
έχασα τους γιους μου.
Αρετή: Τι λες μανούλα μου γλυκά, τι λες καλή μου μάνα; Ο Κωσταντής με γύρισε, στο
σπίτι μας στην Κρήτη. Πως γίνεται απ’ το μνήμα του να ήρθε να με πάρει;
Αφηγήτρια: Η μάνα δεν πίστευε λέξη από αυτά που έλεγε η Αρετή μα τελικά συμφώνησε
μαζί της γιατί πίστευε πως κάποιος άλλος τη γύρισε κι εκείνη δεν το είχε καταλάβει.
Μάνα: Δίκιο έχεις Αρέτω μου μονάκριβή μου κόρη. Πάνε τώρα στην κλίνη σου να
κοιμηθείς να ξαποστάσεις και την αυγή πάλι την ανοίγουμε ετούτη τη κουβέντα.
Αρετή: Δίκιο έχεις μάνα μου ας πάμε να κοιμηθούμε.
Αφηγήτρια: Πέρασε το βράδυ, ήρθε η αυγή, μα καμιά από τις δυο γυναίκες δεν
ξανάνοιξε τα μάτια της. Ο Κωσταντής είχε εκπληρώσει την υπόσχεσή του κι η μάνα του
κι η αδερφή του ξεκίνησαν το μακρύ ταξίδι για να τον συναντήσουν … Της μάνας η
γλυκιά φωνή ακούγεται στη σιωπή, της μάνας η γλυκιά φωνή απ’ τα στενά του Άδη…
ΤΕΛΟΣ