2. Ψυχή θεριού! Καρδιά
παιδιού!
Μελαχρινός περίσσα!
Αϊτού θωριά! Δράκου
φωνή
και χαίτη λιονταρίσα!
Και νεύρα σαν ατσάλι!
Μύτη γαμψή! Μπράτσα
γερά!
Μπόι κοντό! Μυαλό ψηλό
κι αγύριστο κεφάλι!
Να τος, ο Γέρος, ο
λεβέντης του Μοριά,
που πρωτομάστορα τον
έχει η Λευτεριά
3.
4.
5. Όλες οι καπετάνισσες από το Κακοσούλι
όλες την Άρτα πέρασαν, τα Γιάννινα* τις πάνε,
σκλαβώθηκαν οι αρφανές*, σκλαβώθηκαν οι
μαύρες*,
κι η Λένω δεν επέρασε, δεν την επήραν σκλάβα.
Μόν* πήρε δίπλα τα βουνά*, δίπλα τα
κορφοβούνια,
σέρνει τουφέκι σισανέ* κι εγγλέζικα κουμπούρια,
έχει και στη μεσούλα της σπαθί μαλαματένιο.
Πέντε Τούρκοι την κυνηγούν, πέντε
τζοχανταραίοι*.
«Τούρκοι, για μην παιδεύεστε, μην έρχεστε σιμά
μου*,
σέρνω φουσέκια στην ποδιά και βόλια στις
μπαλάσκες*.
— Κόρη, για ρίξε τ' άρματα, γλίτωσε τη ζωή σου.
— Τι λέτε, μωρ' παλιότουρκοι και σεις
παλιοζαγάρια*;
Εγώ είμαι η Λένω Μπότσαρη, η αδερφή του
Γιάννη,
και ζωντανή δεν πιάνουμαι εις των Τουρκών τα
χέρια».
6. Λάμπουν τα χιόνια στα βουνά κι ο
ήλιος στα λαγκάδια,
λάμπουν και τ' αλαφρά σπαθιά των
Κολοκοτρωναίων,
που 'χουν τ' ασήμια τα πολλά, τις
ασημένιες πάλες,
τις πέντε αράδες τα κουμπιά, τις έξι
τα τσαπράζια,
οπού δεν καταδέχονται τη γη να την
πατήσουν.
Καβάλα τρώνε το ψωμί, καβάλα
πολεμάνε,
καβάλα πάν' στην εκκλησιά, καβάλα
προσκυνάνε,
καβάλα παίρν' αντίδερο απ’ του
παπά το χέρι.
7. Φλουριά ρίχνουν στην Παναγιά, φλουριά ρίχνουν στους άγιους,
και στον αφέντη το Χριστό τις ασημένιες πάλες.
"Χριστέ μας, 'βλόγα τα σπαθιά, 'βλόγα μας και τα χέρια". Κι ό
Θοδωράκης μίλησε, κι ο Θοδωράκης λέει:
"Τούτ' οι χαρές που κάνουμε σε λύπη θα μας βγάλουν.
Απόψ' είδα στον ύπνο μου, στην υπνοφαντασιά μου,
θολό ποτάμι πέρναγα και πέρα δεν εβγήκα.
Ελάτε να σκορπίσουμε, μπουλούκια να γενούμε.
Σύρε, Γιώργο μ', στον τόπο σου, Νικήτα, στο Λοντάρι,
εγώ πάω στην Καρύταινα, πάω στους εδικούς μου,
ν' αφήσω τη διαθήκη μου και τις παραγγελιές μου,
'τι θα περάσω θάλασσα, στη Ζάκυνθο θα πάω".
8. Ο Απρίλης με τον Έρωτα χορεύουν και γελούνε,
κι όσ' άνθια βγαίνουν και καρποί τόσ' άρματα
σε κλειούνε*.
Λευκό βουνάκι πρόβατα κινούμενο βελάζει,
και μες στη θάλασσα βαθιά ξαναπετιέται πάλι,
π' ολονυχτίς εσύσμιξε με τ' ουρανού τα κάλλη.
Και μες στης λίμνης τα νερά, όπ' έφθασε μ'
ασπούδα*,
έπαιξε με τον ίσκιο της γαλάζια πεταλούδα,
που ευώδιασε τον ύπνο της μέσα στον άγριο
κρίνο·
το σκουληκάκι βρίσκεται σ' ώρα γλυκιά κι
εκείνο.
Μάγεμα η φύσις κι όνειρο στην ομορφιά και
χάρη·
η μαύρη πέτρα ολόχρυση και το ξερό χορτάρι.
Με χίλιες βρύσες χύνεται, με χίλιες γλώσσες
κρένει*:
«Όποιος πεθάνει σήμερα χίλιες φορές
πεθαίνει».