2. Λίγα λόγια για τον ποιητή
[Σαν δέσμη από τριαντάφυλλα...]
Σαν δέσμη από τριαντάφυλλα
είδα το βράδυ αυτό.
Kάποια χρυσή, λεπτότατη
στους δρόμους ευωδιά.
Kαι στην καρδιά
αιφνίδια καλοσύνη.
3. Ποιητής και πεζογράφος, ίσως η
σημαντικότερη λογοτεχνική φωνή, που
ανέδειξε η γενιά του '20 και από τους
πρώτους, που εισήγαγαν στοιχεία του
μοντερνισμού στην ελληνική ποίηση.
Επηρέασε πολλούς από τους
κατοπινούς ποιητές ( Σεφέρης, Ρίτσος,
Βρεττάκος) και με την αυτοκτονία του
δημιούργησε φιλολογική μόδα, τον
Καρυωτακισμό, που πλημμύρισε τη
νεοελληνική ποίηση.
Φοιτητική φωτογραφία του ποιητή, πιθανώς το
1916 ή 1917.
4. Γεννήθηκε στη Τρίπολη στις 30 Οκτώβρη
1896. Ο πατέρας του ήταν πολιτικός
μηχανικός από τη Συκιά Κορινθίας. Μητέρα
του η Αικατερίνη Σκάγιαννη από την Τρίπολη.
Είχε μία αδελφή έναν χρόνο μεγαλύτερή του,
τη Νίτσα, και έναν αδελφό μικρότερο, το
Θάνο, που γεννήθηκε το 1899 και
σταδιοδρόμησε ως τραπεζικός υπάλληλος.
Το πατρικό σπίτι του ποιητή
στην Τρίπολη.
5. Το σπίτι της οικογένειας Καρυωτάκη στη Συκιά Κορινθίας.
6. Λόγω της εργασίας τού πατέρα
του, η οικογένειά του
αναγκαζόταν να αλλάζει συχνά
τόπο διαμονής. Έζησαν στη
Λευκάδα, την Πάτρα, τη Λάρισα,
την Καλαμάτα, το Αργοστόλι, την
Αθήνα και τα Χανιά, όπου
έμειναν ως το 1913. Έτσι τα
παιδικά και εφηβικά του χρόνια
πέρασαν χωρίς πνευματικό
ενδιαφέρον. Η ασθενική του
κράση, και μια έμφυτη δειλία στις
σχέσεις του με τους άλλους
ανθρώπους, τον έκλειναν
διαρκώς και περισσότερο στον
εαυτό του.
Ο ποιητής και η οικογένειά του,
πιθανότατα το καλοκαίρι του 1913.
7. Από τα εφηβικά του χρόνια
δημοσίευε ποιήματά του σε
παιδικά περιοδικά, ενώ το
όνομά του αναφέρεται και σε
διαγωνισμό διηγήματος του
περιοδικού «Διάπλαση των
Παίδων». Σε ηλικία 17 ετών
ερωτεύεται την Χανιώτισσα
Άννα Σκορδύλη, μια σχέση
που θα τον σημαδέψει.
8. Το Σεπτέμβρη του 1913 ήρθε στην
Αθήνα και γράφτηκε στη Νομική
Σχολή του Πανεπιστημίου. Τέλειωσε
τη Νομική κι έπειτα γράφτηκε στη
Φιλοσοφική Σχολή για να πάρει
αναβολή από το στρατό. Η στράτευσή
του, αργότερα, του έφερε μια
ανακοπή στα όνειρά του. Το
δικηγορικό του γραφείο στην οδό
Φαβιέρου, δεν απόχτησε ούτε έναν
πελάτη.
Νεοσύλλεκτος στη μέση.
Ο Καρυωτάκης στρατιώτης
(1919-20).
9. Η έλλειψη πελατείας τον ώθησε στην αναζήτηση θέσης δημοσίου
υπαλλήλου. Διορίστηκε στη Νομαρχία Θεσσαλονίκης, και τοποθετήθηκε
σε διάφορες δημόσιες υπηρεσίες, μεταξύ των οποίων οι νομαρχίες Σύρου,
Άρτας και Αθήνας. Απεχθανόταν τη δουλειά του και δεν ανεχόταν την
κρατική γραφειοκρατία, γι’ αυτό και οι πολλές μεταθέσεις του.
Εξώδικος πρόσκληση δικηγόρου Καρυωτάκη (1919).
10. Η φιλολογική μόρφωση του Καρυωτάκη δεν ήταν μεγάλη. Κλασικούς
συγγραφείς είχε ελάχιστα μελετήσει και το δημοτικό τραγούδι δεν τον
συγκινούσε. Οι γερμανοί ποιητές δεν τον συγκινούσαν επίσης, λάτρευε
όμως τους γάλλους. Ιδιαίτερη επίδραση είχε στον Καρυωτάκη ο Baudelaire,
ο γάλλος ποιητής, που αναστάτωσε τη γαλλική ποίηση με τα περίφημα
«Λουλούδια του κακού». Τον είχε κατακτήσει η απέραντη κατάθλιψη που
κυριαρχεί στα ποιήματα αυτά καθώς και στα «Μικρά και πεζά ποιήματα».
Ο Καρυωτάκης στο Παρίσι, τον Απρίλιο ή το Μάιο 1928.
11. Πάντοτε μελαγχολικός κι απαισιόδοξος, ο Καρυωτάκης ήταν ο
ανικανοποίητος της ζωής. Η ζωή της επαρχίας στερημένη από κάθε
ενδιαφέρον για έναν πνευματικό άνθρωπο δεν ταίριαζε στη μελαγχολική
του φύση. «…Εγώ δυστυχώς δεν έχω κέφι τώρα – έγραφε σ’ ένα του
γράμμα – να σου γράψω τίποτα. Η ζωή μου άλλωστε είναι περισσότερο
ελεεινή και μονότονη απ’ όσο πίστευα κι απ’ όσο φαντάζεσαι. Κλαίγε με,
Χαρίλαε, κλαίγε με, παιδί μου. Αρχίζω να βλασφημώ τη στιγμή που
αποφάσισα να φύγω απ’ αυτού…» Η ζωή του γραφείου κούραζε ψυχικά
τον Καρυωτάκη. Ένιωθε πάντα βαρύς, αρρωστημένος, γερασμένος.
Όμως ο ίδιος πάντα μένω
τα χρόνια που περάσανε μ’ αφήσαν
Παράξενο παιδάκι γερασμένο
(«Νηπενθή»)
12. Η πρώτη ποιητική συλλογή του «Ο
Πόνος των Ανθρώπων και των
Πραγμάτων», δημοσιεύτηκε τον
Φεβρουάριο του 1919 και δεν έλαβε
ιδιαίτερα θετικές κριτικές.
Ο Καρυωτάκης είχε για κάμποσο καιρό
τη διεύθυνση ενός σατιρικού περιοδικού
με τίτλο η «Γάμπα» που κυκλοφόρησε
τον Σεπτέμβριο του 1919 μαζί με τον
φίλο του ποιητή Άγη Λεβέντη που αυτός
κυρίως τον παρακίνησε να το εκδώσουν,
θέλοντας να τον αποτραβήξει από την
ανία και τη μονότονη ζωή που περνούσε.
Αργότερα μεταβλήθηκε σε πραγματικό
φολολογικοσατιρικό περιοδικό. Ώστόσο η
κυκλοφορία του απαγορεύτηκε έπειτα
από έξι τεύχη κυκλοφορίας.
Το εξώφυλλο του τελευταίου φύλλου της
«Γάμπας» (σατιρικό περιοδικό που εξέδωσε για
σύντομο χρονικό διάστημα ο ποιητής).
13. Το περίεργο είναι ότι αυτός ο απαισιόδοξος ποιητής ήταν και μοναδικός
farceur. Ίσως όμως αυτές οι φάρσες όπως παρατήρησε ο Χ.
Σακελλαρίδης που τις σκάρωνε τόσο αριστοτεχνικά ήταν μια ακόμη
διαμαρτυρία για τις μικρότητες που έβλεπε τριγύρω στη ζωή.
Ο ποιητής (πρώτος από δεξιά) σε εκδρομή στην Πεντέλη.
14. Η δεύτερη συλλογή του, υπό τον
τίτλο «Νηπενθή», εκδόθηκε το
1921. Την ίδια περίοδο συνδέθηκε
με την ποιήτρια Μαρία Πολυδούρη,
συνάδελφό του στη Νομαρχία
Αττικής, παρόλο που δεν είχε
ξεχάσει την πρώτη αγάπη, την
Άννα Σκοδρύλη, η οποία στο
μεταξύ είχε παντρευτεί. Η
Πολυδούρη του προτείνει να
παντρευτούν, παρότι γνώριζε ότι
έπασχε από σύφιλη. Το 1924
ταξίδεψε στο εξωτερικό και
επισκέφθηκε την Ιταλία και τη
Γερμανία. Το Δεκέμβριο του 1927
εκδόθηκε η τελευταία ποιητική
συλλογή του, με τίτλο «Ελεγεία και
Σάτιρες».
Η Μαρία Πολυδούρη.
15. Γράφοντας τα έγγραφα της Νομαρχίας
ένιωθε ασφυξία, όλα του φαίνονταν
πληκτικά και αγέλαστα. Δεν μπορούσε να
αντέξει τη δημοσιοϋπαλληλία, την
τυποποίηση, τα ίδια και τα ίδια της
επαρχιακής ζωής, το αδιέξοδο, τη φθορά
της ψυχής από το συναίσθημα του
κόρου και της αηδίας. Λυπάται τους
νέους που διψάνε για ελευθερία, για ήλιο,
για φως κι όμως κλείνουν τα όνειρά τους
στους τέσσερις τοίχους ενός γραφείου.
Στην αρχή επαναστατούν – ο κάθε
άνθρωπος λαχταράει «τον έπαινο του
δήμου και τον σοφιστών» – σχολιάζουν
αρνούνται, κατακρίνουν τους
προηγούμενους που δέχτηκαν να
συμβιβαστούν με του μοίρα τους. Κι
όμως σε λίγο θα συμβιβαστούν κι αυτοί
και θα σβήνουν από πλήξη, κάθε μέρα.
16. Η μόνη αντίδραση του Καρυωτάκη είναι
τα σαρκαστικά ποιήματα. Δεν υπάρχει
μέσα του μια αγωνιστική διάθεση, θα
μπορούσε να πει κανείς. Και το είπε
βέβαια ο Ρίτσος με το τέλος του
ποήματός του «Ποιητές»:
Ο Γιάννης Ρίτσος.
Γύρω μας κι άλλοι κι αν πονούν και αν δυστυχούν
κι αν τους λυγίζει αν τους φλογίζει η αδικία –
ω τέτοια θέματα πεζά ν’ ανησυχούν
τους αστρικούς μας στοχασμούς είναι βλακεία.
17. Τον Φεβρουαρίου του 1928 αποσπάστηκε στην Πάτρα και λίγο αργότερα
στην Πρέβεζα. Η αλληλογραφία του με συγγενείς του την περίοδο αυτή
αναδεικνύει την απόγνωση του Καρυωτάκη για την επαρχιακή ζωή και τη
μικρότητα της τοπικής κοινωνίας. Στις 20 Ιουλίου πήγε στο Μονολίθι και
αποπειράθηκε επί δέκα ώρες να αυτοκτονήσει, προσπαθώντας μάταια
να πνιγεί.
Με την αδελφή του, τον ανεψιό του και μια φίλη,
στη Συκιά το καλοκαίρι του 1927.
18. Την επόμενη μέρα (21 Ιουλίου ) αγόρασε ένα περίστροφο κι επισκέφτηκε
ένα καφενείο της Πρέβεζας. Αφού πέρασε λίγες ώρες μόνος του
καπνίζοντας, πήγε σε μια παρακείμενη παραλία, τον Άγιο Σπυρίδωνα και
έθεσε τέλος στη ζωή του κάτω από έναν ευκάλυπτο. Στην τσέπη του η
αστυνομία βρήκε ένα σημείωμα, που εξηγούσε τους λόγους της
αυτοκτονίας του:
Ο Κώστας Καρυωτάκης νεκρός,
στο Βαθύ Πρέβεζας.
Φωτογραφία της Χωροφυλακής.
Πρέβεζα, 21 Ιουλίου 1928.
19. Είναι καιρός να φανερώσω την τραγωδία μου. Το μεγαλύτερό μου
ελάττωμα στάθηκε η αχαλίνωτη περιέργειά μου, η νοσηρή φαντασία και η
προσπάθειά μου να πληροφορηθώ για όλες τις συγκινήσεις, χωρίς τις
περσότερες να μπορώ να τις αισθανθώ. Τη χυδαία, όμως, πράξη που
μου αποδίδεται τη μισώ. Εζήτησα μόνο την ιδεατή ατμόσφαιρά της, την
έσχατη πικρία. Ούτε είμαι ο κατάλληλος άνθρωπος για το επάγγελμα
εκείνο. Ολόκληρο το παρελθόν μου πείθει γι' αυτό. Κάθε πραγματικότης
μου ήταν αποκρουστική. Είχα τον ίλιγγο του κινδύνου. Και τον κίνδυνο
που ήρθε τον δέχομαι με πρόθυμη καρδιά. Πληρώνω για όσους, καθώς
εγώ, δεν έβλεπαν κανένα ιδανικό στη ζωή τους, έμειναν πάντα έρμαια
των δισταγμών τους ή εθεώρησαν την ύπαρξή τους παιχνίδι χωρίς
ουσία. Τους βλέπω να έρχονται ολοένα περισσότεροι μαζί με τους
αιώνες. Σ' αυτούς απευθύνομαι. Αφού εδοκίμασα όλες τις χαρές !!! είμαι
έτοιμος για έναν ατιμωτικό θάνατο. Λυπούμαι τους δυστυχισμένους
γονείς μου, λυπούμαι τα αδέλφια μου. Αλλά φεύγω με το μέτωπο ψηλά.
Ήμουν άρρωστος. Σας παρακαλώ να τηλεγραφήσετε, για να προδιαθέση
την οικογένειά μου, στο θείο μου Δημοσθένη Καρυωτάκη, οδός Μονής
Προδρόμου, πάροδος Αριστοτέλους, Αθήνας.
20. [Υ.Γ.] Και για ν' αλλάξουμε τόνο. Συμβουλεύω όσους ξέρουν κολύμπι να
μην επιχειρήσουνε ποτέ να αυτοκτονήσουν δια θαλάσσης. Όλη νύχτα
απόψε, επί δέκα ώρες, εδερνόμουν με τα κύματα. Ήπια άφθονο νερό,
αλλά κάθε τόσο, χωρίς να καταλάβω πώς, το στόμα μου ανέβαινε στην
επιφάνεια. Ορισμένως, κάποτε, όταν μου δοθεί η ευκαιρία, θα γράψω τις
εντυπώσεις ενός πνιγμένου.
Η εφημερίδα Εμπρός αναγγέλλει το θάνατο του Καρυωτάκη.
21. Εκτός από το ποιητικό του έργο, ο Καρυωτάκης έγραψε επίσης πεζά,
ενώ μας άφησε και μεταφράσεις ξένων λογοτεχνών. Ποιήματά του έχουν
μελοποιήσει συνθέτες και συγκροτήματα, όπως ο Μίκης Θεοδωράκης,
τα «Υπόγεια Ρεύματα», η Λένα Πλάτωνος, ο Μίμης Πλέσσας, ο Γιάννης
Σπανός, ο Γιάννης Γλέζος και ο Νίκος Ξυδάκης.
22. Ο Καρυωτάκης έγραψε σε γλώσσα δημοτική χωρίς ακρότητες. Πότε πότε
δεν λείπουν και τα στοιχεία από την καθαρεύουσα. Μα τα στοιχεία αυτά
δεν ήταν καβαφισμός όπως είπαν, ήταν ένας δικός τους εκφραστικός
τρόπος, όχι μίμηση. «Η ειρωνευτική διάθεση του Καρυωτάκη είναι εκείνη
που τον ανάγκασε να μεταχειριστεί στη σατιρική του περίοδο την
καθαρεύουσα και όχι ο καβαφισμός του, γράφει ο Τ. Μαλάνος. Εξάλλου η
ειρωνευτική του Καβάφη διάθεση έχει ως στόχο τη ματαιοδοξία τρίτων,
ενώ αντίθετα του Καρυωτάκη, συχνά το ίδιο του δράμα. Η ειρωνεία του
ενός είναι παιχνίδι – το παιχνίδι του διανοητή ή του σκεπτικιστή – ενώ
του άλλου είναι μορφασμός – ο μορφασμός της χολής και της πίκρας. Ο
ένας παίζει, ο άλλος πονεί. Γι’ αυτό ό ένας απλώς μας ευχαριστεί, ο άλλος
μας κυριεύει» – γράφει ο Μ. Χατζηφώτης.
23. Τον εκφραστικό τρόπο του Καρυωτάκη πολλοί τον μιμήθηκαν. Το ύφος
του, τον σαρκασμό, την ανία, το άγχος, το ανικανοποίητο, το τραγικό
αδιέξοδο, το φραστικό του αμάλγαμα. Είναι ο γνωστός «καρυωτακισμός».
Τάση που επηρέασε πολλούς απ’ τους ποιητές μας, τον Σεφέρη, τον
Ρίτσο τουλάχιστον στις δυο πρώτες συλλογές του «Τρακτέρ» και
«Πυραμίδες» όπως δείχνει με το ποίημα «Ποιητές» που είναι αφιερωμένο
στον Καρυωτάκη και πολλούς άλλους.
Χειρόγραφο της 27ης
Απριλίου.
24. Ο Σεφέρης γράφει για τον Καρυωτάκη: «Θα ξέρετε ίσως, ότι η ποίηση των
νέων στη δεκαετία που αρχίζει με το τέλος του (προ) περασμένου
πολέμου, δηλαδή πάνω κάτω στα χρόνια 1918-1928 , ήταν μια λογοτεχνία
που γύρεψε κυρίως την έμπνευσή της από τα συναισθήματα που μας δίνει
η μεγάλη πολιτεία. Άλλωστε την εποχή εκείνη η Αθήνα γίνεται πραγματικά
μια μεγάλη πολυάνθρωπη πρωτεύουσα… Οπωσδήποτε ο πιο σπουδαίος
κ ίσως ο μοναδικός αντιπρόσωπος της σχολής αυτής ήταν ο Καρυωτάκης.
Ένας ποιητής με εξαιρετική ευαισθησία, που μολονότι πέθανε τρομερά
νέος είχε την τύχη ν’ αφήσει ένα έργο που λογαριάζεται σταθμός στη
λογοτεχνία μας. Δυστυχώς, όπως τυχαίνει τόσο συχνά, από την ποίηση
γεννήθηκε ο καρυωτακισμός που ήταν μια πολύ στενόχωρη υπόθεση λ.χ.
ο Καρυωτάκης τραγούδησε με την χορευτική του φαντασία τους τρομερούς
γύψους της κάμαράς του, αλλά ο καρυωτακικός ποιητής κλείστηκε στην
κάμαρά του και κάποτε μάλιστα μέσα στο παλτό του με μια παραπονιάρα
συγκατάβαση. Ο καρυωτακισμός ήταν ποίηση χωρίς ορίζοντα.
25. Το έργο του
[Είμαστε Κάτι…]
Είμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένες
κιθάρες. O άνεμος, όταν περνάει,
στίχους, ήχους παράφωνους ξυπνάει
στις χορδές που κρέμονται σαν καδένες.
……………………………………………
Mας διώχνουνε τα πράγματα, κι η ποίησις
είναι το καταφύγιο που φθονούμε.
26. Ποιήματα
Ο Πόνος του Ανθρώπου και των Πραγμάτων (1919)
Νηπενθή (1921)
Ελεγεία και Σάτιρες (1927)
Τελευταία ποιήματα (1928) [Αισιοδοξία, Όταν κατέβουμε τη σκάλα..., Πρέβεζα]
Ανέκδοτα ποιήματα
Ο Καρυωτάκης (πάνω αριστερά) με τη Μαρία Πολυδούρη.
27. Κ. Καρυωτάκης. Σχέδιο με μολύβι
του χαράκτη, ζωγράφου και
ποιητή Γιάννη Δ. Στεφανάκι.
Κ. Καρυωτάκης. Σχέδιο του
χαράκτη, ζωγράφου και ποιητή
Γιάννη Δ. Στεφανάκι.
Πεζά
Ο κήπος της αχαριστίας
Η ζωή του
Το εγκώμιο της θαλάσσης
Κάθαρσις
Το καύκαλο
Ονειροπόλος
Τελευταία
Τρεις μεγάλες χαρές
Φυγή
28. Μεταφράσεις
Ν' ΕST - IL UNE CHOSE... (Francis Viele - Griffin)
ΟΙ ΡΑΘΥΜΟΙ (Paul Verlain)
SAG, WO IST DEIN SCHΟNES LIEΒCHEN... (Heinrich Heine)
SIE LIEBTEN SICH BEIDE... (Heinrich Heine)
ΟΙ ΣΚΙΕΣ (Comtesse Mathieu de Noailles)
«MAMAN!...JE VOUDRAIS...» (Paul - jean Toulet)
ΙΝFINI, FAIS QUE JE T' OUBLIE... (Paul - jean Toulet)
ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ! ΠΟΛΥ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟ! (Andre - Spire)
ΒΑΡΚΑΡΟΛΑ (Laurent Tailhade)
LES MORTS M' ECOUTENT... (Jean Moreas)
Ο ΤΟΙ QUI SUR MES JOURS... (Jean Moreas)
TU SOUFFRES TOUS LES MAUX... (Jean Moreas)
AINSI J' AI DANS MA BELLE PIPE... (Francis Carco)
ΕΠΙΤΑΦΙΟ (Mathurin Regnier)
ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΩΝ ΚΥΡΙΩΝ ΤΟΥ ΠΑΛΑΙΟΥ ΚΑΙΡΟΥ (Francois Villon)
ΟΙ ΤΡΕΙΣ (Nicolaus Lenau)
SPLEEN (Charles Baudelaire)
ΜΙΚΡΟΣ ΠΟΥ ΠΕΘΑΝΕ ΣΤ' ΑΣΤΕΙΑ (Tristan Corbiere)
ΤΩΡΑ ΑΝΟΙΞΙΑΤΙΚΟ... (Από το γερμανικό του Heinrich Heine)
Η ΑΓΑΠΗ ΤΟΥ ΒΙΚΕΝΤΙΟΥ (Του Frederic Mistral, από γαλλική
μετάφραση)
ΣΤΟΝ FRANCIS JAMMES (Από το γαλλικό του Charles Guerin)
ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑΚΙ (Από το γερμανικό της Marie von Ebner- Eschenbach)
ULTIMA (Από το γαλλικό του Emile despax)
ΕΠΙΛΟΓΟΣ (Από το γαλλικό του Georges Rodenbach) Κώστας Καρυωτάκης
-χ.ν.κουβελης c.n.couvelis
29. Gala
Θα γλεντήσω κι εγώ μια νύχτα.
Μαυροντυμένοι απόψε, φίλοι ωχροί,
ελάτε στο δικό μου περιβόλι,
μ’ έναν παλμό το βράδυ το βαρύ
για ναν το ζήσουμ’ όλοι.
Τ’ αστέρια τρεμουλιάζουνε καθώς
το μάτι ανοιγοκλεί προτού δακρύσει.
Ο κόσμος τω δεντρώνε ρεύει ορθός.
Κλαίει παρακάτου η βρύση.
Από τα σπίτια που είναι σα βουβά,
κι ας μίλησαν τη γλώσσα του θανάτου,
με φρίκη το φεγγάρι αποτραβά
τ’ ασημοδάχτυλά του.
Είναι το βράδυ απόψε θλιβερό
κι εμείς θαν το γλεντήσουμε το βράδυ,
όσοι έχουμε το μάτι μας ογρό
και μέσα μας τον άδη.
30. Οι μπάγκοι μας προσμένουν. Κι όταν βγει
το πρώτο ρόδο στ’ ουρανού την άκρη,
όταν θα σκύψει απάνου μας η αυγή
στο μαύρο μας το δάκρυ
θα καθρεφτίσει τ’ απαλό της φως.
Γιομάτοι δέος ορθοί θα σηκωθούμε,
τον πόνο του θα ειπεί κάθε αδερφός
κι όλοι σκυφτοί θ’ ακούμε.
Κι ως θα σας λέω για κάτι ωραίο κι αβρό
που σκυθρωποί το τριγυρίζουν πόθοι,
τη λέξη τη λυπητερή θα βρω
που ακόμα δεν ειπώθη.
Μαυροντυμένοι απόψε, φίλοι ωχροί,
ελάτε στο δικό μου περιβόλι,
μ’ έναν παλμό το βράδυ το βαρύ
για ναν το ζήσουμ’ όλοι.
Ο Κώστας Καρυωτάκης (στη μέση) τον
Φεβρουάριο του 1927 στο μέγαρο της
δούκισσας της Πλακεντίας. Ο ποιητής είναι
νευριασμένος γιατί η κοπέλα δίπλα του
ετοιμάζεται να του πετάξει μια χιονόμπαλα.
31. [Είμαστε Κάτι…]
Είμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένες
κιθάρες. O άνεμος, όταν περνάει,
στίχους, ήχους παράφωνους ξυπνάει
στις χορδές που κρέμονται σαν καδένες.
Είμαστε κάτι απίστευτες αντένες.
Yψώνονται σα δάχτυλα στα χάη,
στην κορυφή τους τ' άπειρο αντηχάει,
μα γρήγορα θα πέσουνε σπασμένες.
Είμαστε κάτι διάχυτες αισθήσεις,
χωρίς ελπίδα να συγκεντρωθούμε.
Στα νεύρα μας μπερδεύεται όλη η φύσις.
Στο σώμα, στην ενθύμηση πονούμε.
Mας διώχνουνε τα πράγματα, κι η ποίησις
είναι το καταφύγιο που φθονούμε.
Κώστας Καρυωτάκης
(σκίτσο Γ. Τσαρούχη).
32. Τάφοι
Ελένη Σ. Λάμαρη, 1878-1912
Ποιήτρια και μουσικός.
Επέθανε με τους φριχτώτερους πόνους στο σώμα
και με τη μεγαλύτερη γαλήνη στην ψυχή.
ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
Πόση ησυχία δωπέρα βασιλεύει!
Οι τάφοι λες κι αυτοί χαμογελούνε,
ενώ με κεφαλαία σιγά μιλούνε
οι νεκροί γράμματα, βαθιά στα ερέβη.
Από κει, στην καρδιά μας που ειρηνεύει,
με απλά θέλουνε λόγια ν' ανεβούνε.
Μα το παράπονο, ή ό,τι κι αν πούνε
-- τόσο έφυγαν μακριά -- δε χρησιμεύει.
Είναι όλος, να, διασταυρωμένα δύο
ξύλα ο Μαρτζώκης. Να ο Βασιλειάδης,
ένα μεγάλο πέτρινο βιβλίο.
Και μια πλάκα στη χλόη μισοκρυμμένη
-- έτσι τώρα τη συμβολίζει ο Aδης --
να η Λάμαρη, ποιήτρια ξεχασμένη
33. Άνοιξη
Έτσι τους βλέπω εγώ τους κήπους.
Στον κήπο απόψε μου μιλεί μια νέα μελαγχολία.
Βυθίζει κάποια μυγδαλιά τον ανθοχαμόγελό της
στου βάλτου το θολό νερό. Και η θύμηση της νιότης
παλεύει τόσο θλιβερά την άρρωστη ακακία...
Εξύπνησε μια κρύα πνοή μες στη σπασμένη σέρα,
όπου τα ρόδα είναι νεκρά και κάσα η κάθε γάστρα.
Το κυπαρίσσι, ατελείωτο σα βάσανο,προς τ άστρα᾿
σηκώνει τη μαυρίλα του διψώντας τον αέρα.
Και πάνε, πένθιμη πομπή λες, της δεντροστοιχίας
οι πιπεριές και σέρνονται τα πράσινα μαλλιά τους.
Οι δυο λατάνιες ύψωσαν μες στην απελπισιά τους
τα χέρια. Κι είναι ο κήπος μας κήπος μελαγχολίας.
34. Δημόσιοι Υπάλληλοι
Οι υπάλληλοι όλοι λιώνουν και τελειώνουν
σαν στήλες δύο- δύο μες στα γραφεία.
(Ηλεκτρολόγοι θα ’ναι η Πολιτεία
κι ο Θάνατος που τους ανανεώνουν.)
Κάθονται στις καρέκλες, μουτζουρώνουν
αθώα λευκά χαρτιά χωρίς αιτία.
«Συν τη παρούση αλληλογραφία
έχομεν την τιμήν» διαβεβαιώνουν.
Και μοναχά η τιμή τους απομένει,
όταν ανηφορίζουνε τους δρόμους,
το βράδυ στις οχτώ, σαν κουρντισμένοι.
Παίρνουν κάστανα σκέφτονται τους νόμους,
σκέπτονται το συνάλλαγμα τους ώμους
σηκώνοντας οι υπάλληλοι, οι καημένοι.
Κώστας Καρυωτάκης
(σκίτσο Α. Φασιανού).
35. Δον Κιχώτες
Oι Δον Kιχώτες πάνε ομπρός και βλέπουνε ως την άκρη
του κονταριού που εκρέμασαν σημαία τους την Iδέα.
Kοντόφθαλμοι οραματιστές, ένα δεν έχουν δάκρυ
για να δεχτούν ανθρώπινα κάθε βρισιά χυδαία.
Σκοντάφτουνε στη Λογική και στα ραβδιά των άλλων,
αστεία δαρμένοι σέρνονται καταμεσής του δρόμου,
ο Σάντσος λέει «δε σ' το 'λεγα;» μα εκείνοι των μεγάλων
σχεδίων αντάξιοι μένουνε και: «Σάντσο, τ' άλογό μου!»
Έτσι αν το θέλει ο Θερβαντές ― εγώ τους είδα, μέσα
στην μίαν ανάλγητη Zωή, του Oνείρου τους ιππότες
άναντρα να πεζέψουνε και, με πικρήν ανέσα,
με μάτια ογρά, τις χίμαιρες ν' απαρνηθούν τις πρώτες.
Tους είδα πίσω να 'ρθουνε ―παράφρονες, ωραίοι
ρηγάδες που επολέμησαν γι' ανύπαρχτο βασίλειο―
και σαν πορφύρα νιώθοντας χλευαστικιά πως ρέει,
την ανοιχτή να δείξουνε μάταιη πληγή στον ήλιο!
36. Εμβατήριο Πένθιμο και Κατακόρυφο
Στο ταβάνι βλέπω τους γύψους.
Μαίανδροι στο χορό τους με τραβάνε.
Η ευτυχία μου, σκέπτομαι, θα `ναι
ζήτημα ύψους.
Σύμβολα ζωής υπερτέρας,
ρόδα αναλλοίωτα, μετουσιωμένα,
λευκές άκανθες ολόγυρα σ’ ένα
Αμάλθειο κέρας.
(Ταπεινή τέχνη χωρίς ύφος,
πόσο αργά δέχομαι το δίδαγμα σου!)
Ονειρο ανάγλυφο, θα `ρθω κοντά σου
κατακορύφως.
Οι ορίζοντες θα μ’ έχουν πνίξει.
Σ’ όλα τα κλίματα, σ’ όλα τα πλάτη,
αγώνες για το ψωμί και το αλάτι,
έρωτες, πλήξη.
Α! πρέπει τώρα να φορέσω
τ’ ωραίο εκείνο γύψινο στεφάνι.
έτσι, με πλαίσιο γύρω το ταβάνι,
πολύ θ’ αρέσω.
Καθιστός ο πρώτος του
εξάδελφος Κ.Ε.Καρυωτάκης.
37. Η Πεδιάς και το Νεκροταφείον
(Πίναξ ημιτελής)
Έχει πια δύσει ο ήλιος του χειμώνα,
και γρήγορα, σα θέατρο, σκοτεινιάζει,
ή σα να πέφτει πέπλο σε μια εικόνα.
Άλλο δε βρίσκει ο άνεμος, ταράζει
μόνο τ' αγκάθια στην πεδιάδα όλη,
μόνο κάποιο χαρτί σ' όλη τη φύση.
Mα το χαριτωμένο περιβόλι
αίμα και δάκρυα το 'χουνε ποτίσει.
Aδιάκοπα τα δέντρα ξεκινούνε,
κι οι πέτρινοι σταυροί σκίζουν σα χέρια
τον ουρανό που σύννεφα περνούνε,
τον ουρανό που είναι χωρίς αστέρια.
(Ωραίο, φριχτό και απέριττο τοπίον!
Eλαιογραφία μεγάλου διδασκάλου.
Aλλά του λείπει μια σειρά ερειπίων
κι η επίσημος αγχόνη του Παγκάλου.)
Προσωπογραφία του ποιητή
σχεδιασμένη από τον Ν. Καστανάκη
και δημοσιευμένη στη Μούσα τον
Αύγουστο του 1923.
38. Θάνατοι
Είναι άνθρωποι που την κακήν ώρα
την έχουν μέσα τους.
Χεράκια που κρατώντας τα τριαντάφυλλα
κι απ’ τη χαρά ζεστά των φιλημάτων,
χεράκια που κρατώντας τα τριαντάφυλλα
χτυπήσατε τις πόρτες των θανάτων·
ματάκια μου που κάτι το εδιψάσατε
και διψασμένα εμείνατε ποτήρια,
ματάκια μου που κάτι το εδιψάσατε
κι εμείνατε κλεισμένα παραθύρια·
ω, που ’χατε πολλά να ειπείτε, στόματα,
κι ο λόγος σάς εδιάλεξε για τάφο,
ω, που ’χατε πολλά να ειπείτε, στόματα,
και τον καημό δεν είπατε που γράφω·
μάτια, χεράκια, στόματα, ιστορήστε μου
τον πόνο κάποιας ώρας, κάποιου τόπου
μάτια, χεράκια, στόματα, ιστορήστε μου
τον Πόνο των Πραμάτων και του Ανθρώπου.
Σε εκδρομή στα Κιούρκα
(16 Μαΐου 1926).
39. Ιδανικοί Αυτόχειρες
Γυρίζουν το κλειδί στην πόρτα, παίρνουν
τα παλιά, φυλαγμένα γράμματά τους,
διαβάζουν ήσυχα, κι έπειτα σέρνουν
για τελευταία φορά τα βήματά τους.
Ήταν η ζωή τους, λένε, τραγωδία.
Θεέ μου, το φρικτό γέλιο των ανθρώπων,
τα δάκρυα, ο ιδρώς, η νοσταλγία
των ουρανών, η ερημιά των τόπων.
Στέκονται στο παράθυρο, κοιτάνε
τα δέντρα, τα παιδιά, πέρα τη φύση,
τους μαρμαράδες που σφυροκοπάνε,
τον ήλιο που για πάντα θέλει δύσει.
Όλα τελείωσαν. Το σημείωμα νά το,
σύντομο, απλό, βαθύ, καθώς ταιριάζει,
αδιαφορία, συγχώρηση γεμάτο
για κείνον που θα κλαίει και θα διαβάζει.
Βλέπουν τον καθρέφτη, βλέπουν την ώρα,
ρωτούν αν είναι τρέλα τάχα ή λάθος,
«όλα τελείωσαν» ψιθυρίζουν «τώρα»,
πως θ’ αναβάλουν βέβαιοι κατά βάθος.
Σε ορειβατική εκδρομή με τον Νίκο Καράκαλο
(κέντρο) και ίσως τον Χαρ. Σακελλαριάδη,
πιθανώς την άνοιξη του 1923.
40. Κυριακή
O ήλιος ψηλότερα θ’ ανέβει
σήμερα που 'ναι Kυριακή.
Φυσάει το αγέρι και σαλεύει
μια θημωνιά στο λόφο εκεί.
Tα γιορτινά θα βάλουν, κι όλοι
θα 'χουν ανάλαφρη καρδιά:
κοίτα στο δρόμο τα παιδιά,
κοίταξε τ' άνθη στο περβόλι.
Tώρα καμπάνες που χτυπάνε
είναι ο Θεός αληθινός.
Πέρα τα σύννεφα σκορπάνε
και μεγαλώνει ο ουρανός.
Άσε τον κόσμο στη χαρά του
κι έλα, ψυχή μου, να σου πω,
σαν τραγουδάκι χαρωπό,
ένα τραγούδι του θανάτου.
Ο ποιητής πιθανότατα το καλοκαίρι
του 1913.
41. Υστεροφημία
Το θάνατό μας χρειάζεται η άμετρη γύρω φύση
και τον ζητούν τα πορφυρά στόματα των ανθών.
Αν έρθει πάλιν η άνοιξη, πάλι θα μας αφήσει,
κι ύστερα πια μήτε σκιές δεν είμεθα σκιών.
Το θάνατο μας καρτερεί το λαμπρό φως του ήλιου.
Τέτοια θα δούμε ακόμη μια δύση θριαμβική, No
κι ύστερα φεύγουμεν από τα βράδια του Απριλίου,
στα σκοτεινά πηγαίνοντας βασίλεια πέρα κει.
Μόνο μπορεί να μείνουνε κατόπι μας οι στίχοι
δέκα μονάχα στίχοι μας να μείνουνε, καθώς
τα περιστέρια που σκορπούν οιναυαγοί στην τύχη,
κι όταν φέρουν το μήνυμα δεν είναι πια καιρός
Προσχέδιο του ποιήματος σε
αυτόγραφο του ποιητή.
42. Μικρή Ασυμφωνία εις Α Μείζον
Α! κύριε, κύριε Μαλακάση,
ποιός θα βρεθεί να μας δικάσει,
μικρόν εμέ κι εσάς μεγάλο,
ίδια τον ένα και τον άλλο;
Τους τρόπους, το παράστημά σας,
το θελκτικό μειδίαμά σας
το monocle που σας βοηθάει
να βλέπετε μόνο στο πλάι
και μόνο αυτούς να χαιρετάτε
όσοι μοιάζουν αριστοκράται,
την περιποιημένη φάτσα,
την υπεροπτική γκριμάτσα
από τη μια μεριά να βάλει
της ζυγαριάς, κι από την άλλη
πλάστιγγα να βροντήσω κάτου,
μισητό σκήνωμα, θανάτου
άθυρμα, συντριμμένο βάζον,
εγώ, κύμβαλον αλαλάζον.
Α! κύριε, κύριε Μαλακάση,
ποιός τελευταίος θα γελάσει;
43. Μόνο
Αχ, όλα έπρεπε να ’ρθουν καθώς ήρθαν!
Οι ελπίδες και τα ρόδα να μαδήσουν.
Βαρκούλες να μου φύγουνε τα χρόνια,
να φύγουνε, να σβήσουν.
Έτσι, όπως εχωρίζαμε τα βράδια,
για πάντα να χαθούνε τόσοι φίλοι.
Τον τόπο που μεγάλωνα παιδάκι
ν’ αφήσω κάποιο δείλι.
Τα ωραία κι απλά κορίτσια—ω αγαπούλες!—
η ζωή να μου τα πάρει, χορού γύρος.
Ακόμη ο πόνος, άλλοτε που ευώδα,
να με βαραίνει στείρος.
Όλα έπρεπε να γίνουν. Μόνο η νύχτα
δεν έπρεπε γλυκιά έτσι τώρα να ’ναι,
να παίζουνε τ’ αστέρια εκεί σαν μάτια
και σαν να μου γελάνε.
44. Μπαλάντα στους Άδοξους Ποιητές των
Αιώνων
Από θεούς και ανθρώπους μισημένοι,
σαν άρχοντες που εξέπεσαν πικροί,
μαραίνονται οι Βερλαίν. τους απομένει
πλούτος ή ρίμα πλούσια κι αργυρή.
Οι Ουγκό με «Τιμωρίες» την τρομερή
των Ολυμπίων εκδίκηση μεθούνε.
Μα εγώ θα γράψω μια λυπητερή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που ’ναι.
Αν έζησαν οι Πόε δυστυχισμένοι
και αν οι Μποντλαίρ εζήσανε νεκροί,
η Αθανασία τους είναι χαρισμένη.
Κανένας όμως δεν ανιστορεί
Και το έρεβος εσκέπασε βαρύ
τους στιχουργούς που ανάξια στιχουργούνε.
Φοιτητική φωτογραφία του ποιητή πιθανώς το
1914 ή 1915.
45. Μα εγώ σαν προσφορά κάνω ιερή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που’ ναι.
Του κόσμου η καταφρόνια τους βαραίνει
κι αυτοί περνούνε αλύγιστοι και ωχροί,
στην τραγικήν απάτη τους δομένοι
πως κάπου πέρα η δόξα καρτερεί,
παρθένα βαθυστόχαστα ιλαρή.
Μα ξέροντας πως όλοι τους ξεχνούνε,
νοσταλγικά εγώ κλαίω τη θλιβερή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που’ ναι.
Και κάποτε οι μελλούμενοι καιροί:
«Ποιος άδοξος ποιητής» θέλω να πούνε
«την έγραψε μιαν έτσι πενιχρή
μπαλάντα στους ποιητές άδοξοι που ’ναι;»
Χρίστος Καρράς: Ο ποιητής
Κ. Καρυωτάκης.
46. Ο Μιχαλιός
Tο Mιχαλιό τον πήρανε στρατιώτη.
Kαμαρωτά ξεκίνησε κι ωραία
με το Mαρή και με τον Παναγιώτη.
Δεν μπόρεσε να μάθει καν το «επ’ ώμου».
Όλο εμουρμούριζε: «Kυρ Δεκανέα,
άσε με να γυρίσω στο χωριό μου».
Tον άλλο χρόνο, στο νοσοκομείο,
αμίλητος τον ουρανό κοιτούσε.
Eκάρφωνε πέρα, σ’ ένα σημείο,
το βλέμμα του νοσταλγικό και πράο,
σα να ’λεγε, σαν να παρακαλούσε:
«Aφήστε με στο σπίτι μου να πάω».
Kι ο Mιχαλιός επέθανε στρατιώτης.
Tον ξεπροβόδισαν κάτι φαντάροι,
μαζί τους ο Mαρής κι ο Παναγιώτης.
Aπάνω του σκεπάστηκεν ο λάκκος,
μα του άφησαν απέξω το ποδάρι:
Ήταν λίγο μακρύς ο φουκαράκος.
Στη Σινάια της Ρουμανίας
(20 ή 21 Οκτωβρίου 1926).
47. Πρέβεζα
Θάνατος είναι οι κάργιες που χτυπιούνται
στους μαύρους τοίχους και στα κεραμίδια,
θάνατος οι γυναίκες που αγαπιούνται
καθώς να καθαρίζανε κρεμμύδια.
Θάνατος οι λεροί κι ασήμαντοι δρόμοι,
με τα λαμπρά μεγάλα ονόματά τους,
ο ελαιώνας γύρω η θάλασσα κι ακόμη
ο ήλιος θάνατος μες στους θανάτους.
Θάνατος ο αστυνόμος που διπλώνει
για να ζυγίσει μια «ελλιπή» μερίδα,
θάνατος τα ζουμπούλια στο μπαλκόνι
κι ο δάσκαλος με την εφημερίδα.
Βάσις, Φρουρά, Εξηκονταρχία Πρεβέζης.
Ντίνος Πετράτος: Προσωπογραφία του
Καρυωτάκη.
48. Την Κυριακή θ’ ακούσουμε την μπάντα.
Επήρα ένα βιβλιάριο τραπέζης,
πρώτη κατάθεσης δραχμαί τριάντα.
Περπατώντας αργά στην προκυμαία,
«υπάρχω;» λες, κι ύστερα: «δεν υπάρχεις!»
Φτάνει το πλοίο. Yψωμένη σημαία.
Ίσως έρχεται ο κύριος Νομάρχης.
Αν τουλάχιστον, μέσα στούς ανθρώπους
αυτούς, ένας επέθαινε από αηδία...
Σιωπηλοί, θλιμμένοι, με σεμνούς τρόπους,
θα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία.
Φωτογραφία δημοσιευμένη στο
περιοδικό Νέα Εστία, την 1η
Οκτωβρίου του 1928.
49. Σαν δέσμη από τριαντάφυλλα
Σαν δέσμη από τριαντάφυλλα
είδα το βράδυ αυτό.
Κάποια χρυσή, λεπτότατη
στους δρόμους ευωδιά.
Και στην καρδιά
αιφνίδια καλοσύνη.
Στα χέρια το παλτό,
στ' ανεστραμμένο πρόσωπο η σελήνη.
Ηλεκτρισμένη από φιλήματα
θα 'λεγες την ατμόσφαιρα.
Η σκέψις, τα ποιήματα,
βάρος περιττό.
Έχω κάτι σπασμένα φτερά.
Δεν ξέρω καν γιατί μας ήρθε
το καλοκαίρι αυτό.
Για ποιον ανέλπιστη χαρά,
για ποιες αγάπες
για ποιο ταξίδι ονειρευτό.
50. Σε παλαιό συμφοιτητή
Φίλε, η καρδιά μου τώρα σαν να εγέρασε
Τελείωσεν η ζωή μου της Αθήνας,
που όμοια γλυκά και με το γλέντι επέρασε
και με την πίκρα κάποτε της πείνας.
Δε θα 'ρθω πια στον τόπο που η πατρίδα μου
τον έδωκε το γιόρτασμα της νιότης,
παρά περαστικός, με την ελπίδα μου,
με τ' όνειρο που εσβήστη, ταξιδιώτης.
Προσκυνητής θα πάω κατά το σπίτι σου
και θα μου πουν δεν ξέρουν τι εγίνης.
Μ' άλλον μαζί θα ιδώ την Αφροδίτη σου
κι άλλοι το σπίτι θα 'χουν της Ειρήνης.
Θα πάω προς την ταβέρνα, το σαμιώτικο
που επίναμε για να ξαναζητήσω.
Θα λείπεις, το κρασί τους θα' ναι αλλιώτικο,
όμως εγώ θα πιω και θα μεθύσω.
Θ' ανέβω τραγουδώντας και τρεκλίζοντας
στο Ζάππειο που ετραβούσαμεν αντάμα.
Τριγύρω θα 'ναι ωραία πλατύς ο ορίζοντας,
και θα 'ναι το τραγούδι μου σαν κλάμα.
Ελένη Μωρα τουῒ , Ο ποιητής Κώστας
Καρυωτάκης.
51. Ύπνος
Θα μας δοθεί το χάρισμα και η μοίρα
να πάμε να πεθάνουμε μια νύχτα
στο πράσινο ακρογιάλι της πατρίδας;
Γλυκά θα κοιμηθούμε σαν παιδάκια
γλυκά. Kι απάνωθέ μας θε να φεύγουν,
στον ουρανό, τ’ αστέρια και τα εγκόσμια.
Θα μας χαϊδεύει ως όνειρο το κύμα.
Kαι γαλανό σαν κύμα τ’ όνειρό μας
θα μας τραβάει σε χώρες που δεν είναι.
Aγάπες θα ’ναι στα μαλλιά μας οι αύρες,
η ανάσα των φυκιών θα μας μυρώνει,
και κάτου απ’ τα μεγάλα βλέφαρά μας,
χωρίς ναν το γρικούμε, θα γελάμε.
Tα ρόδα θα κινήσουν απ’ τους φράχτες,
και θά ’ρθουν να μας γίνουν προσκεφάλι.
Για να μας κάνουν αρμονία τον ύπνο,
θ’ αφήσουνε τον ύπνο τους αηδόνια.
Με τον Νίκο Καράκαλο στο Π. Φάληρο
(17 Απριλίου 1925).
52. Γλυκά θα κοιμηθούνε σαν παιδάκια
γλυκά. Kαι τα κορίτσια του χωριού μας,
αγριαπιδιές, θα στέκουνε τριγύρω
και, σκύβοντας, κρυφά θα μας μιλούνε
για τα χρυσά καλύβια, για τον ήλιο
της Kυριακής, για τις ολάσπρες γάστρες,
για τα καλά τα χρόνια μας που πάνε.
Tο χέρι μας κρατώντας η κυρούλα,
κι όπως αργά θα κλείνουμε τα μάτια,
θα μας διηγιέται –ωχρή– σαν παραμύθι
την πίκρα της ζωής. Kαι το φεγγάρι
θα κατεβεί στα πόδια μας λαμπάδα
την ώρα που στερνά θα κοιμηθούμε
στο πράσινο ακρογιάλι της πατρίδας.
Γλυκά θα κοιμηθούμε σαν παιδάκια
που όλη τη μέρα εκλάψαν και αποστάσαν.
Πιανίστας ζωγραφισμένος σε
μοβ και μαύρα χρώματα από
τον Καρυωτάκη.
53. Ωχρά Σπειροχαίτη
Ήταν ωραία ως σύνολο τα επιστημονικά
βιβλία, οι αιματόχρωμες εικόνες τους, η φίλη
που αμφίβολα κοιτάζοντας εγέλα μυστικά,
ωραίο κι ό,τι μας έδιναν τα φευγαλέα της χείλη...
Tο μέτωπό μας έκρουσε τόσο απαλά, με τόση
επιμονή, που ανοίξαμε για νά 'μπει σαν κυρία
η Tρέλα στο κεφάλι μας, έπειτα να κλειδώσει.
Tώρα η ζωή μας γίνεται ξένη, παλιά ιστορία.
Tο λογικό, τα αισθήματα μας είναι πολυτέλεια,
βάρος, και τα χαρίζουμε του κάθε συνετού.
Kρατούμε την παρόρμηση, τα παιδικά μας γέλια,
το ένστικτο ν' αφηνόμεθα στο χέρι του Θεού.
Mια κωμωδία η πλάση Tου σαν είναι φρικαλέα,
Eκείνος, που έχει πάντοτε την πρόθεση καλή,
ευδόκησε στα μάτια μας να κατεβάσει αυλαία
―ω, κωμωδία!― το θάμπωμα, τ' όνειρο, την αχλύ.
...Kι ήταν ωραία ως σύνολο η αγορασμένη φίλη,
στο δείλι αυτό του μακρινού πέρα χειμώνος, όταν,
γελώντας αινιγματικά, μας έδινε τα χείλη
κι έβλεπε το ενδεχόμενο, την άβυσσο που ερχόταν.
Γιώργης Βαρλάμος: Αφιέρωμα
στον Κώστα Καρυωτάκη
(χαλκογραφία).
54. Αισιοδοξία
Ας υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσει
στο μαύρο αδιέξοδο, στην άβυσσο του νου.
Ας υποθέσουμε πως ήρθανε τα δάση
μ' αυτοκρατορικήν εξάρτηση πρωινού
θριάμβου, με πουλιά, με το φως τ' ουρανού,
και με τον ήλιο όπου θα τα διαπεράσει.
Ας υποθέσουμε πως είμαστε κει πέρα,
σε χώρες άγνωστες, της δύσης, του βορρά,
ενώ πετούμε το παλτό μας στον αέρα,
οι ξένοι βλέπουνε περίεργα, σοβαρά.
Για να μας δεχθεί κάποια λαίδη τρυφερά,
έδιωξε τους υπηρέτες της ολημέρα.
Αυτοπροσωπογραφία του ποιητή
δημοσιευμένη στο εξώφυλλο του
Εσπέρου (Σύρου) τον Ιούλιο του
1923.
55. Ας υποθέσουμε πως του καπέλου ο γύρος
άξαφνα εφάρδυνε, μα εστένεψαν, κολλούν,
τα παντελόνια μας και, με του πτερνιστήρος
το πρόσταγμα, χιλιάδες άλογα κινούν.
Πηγαίνουμε -- σημαίες στον άνεμο χτυπούν --
ήρωες σταυροφόροι, σωτήρες του Σωτήρος.
Ας υποθέσουμε πως δεν έχουμε φτάσει
από εκατό δρόμους, στα όρια της σιγής,
κι ας τραγουδήσουμε, -- το τραγούδι να μοιάσει
νικητήριο σάλπισμα, ξέσπασμα κραυγής --
τους πυρρούς δαίμονες, στα έγκατα της γης,
και, ψηλά, τους ανθρώπους να διασκεδάσει.
56. Αυτόγραφα του Καρυωτάκη
[Όταν κατέβουμε τη σκάλα ...]
Όταν κατέβουμε τη σκάλα τι θα πούμε
στους ίσκιους που θα μας υποδεχτούνε,
αυστηροί, γνώριμοι, αόριστοι φίλοι,
μ' ένα χαμόγελο στ' ανύπαρκτα τους χείλη;
59. Η τελευταία. Πεζό αυτόγραφο του ποιητή προφανώς δοσμένο από τον ίδιο στη Μαρία Πολυδούρη - η
οποία το εμπιστεύτηκε στη Μυρτιώτισσα. Το πιθανότερο είναι να γράφτηκε στα 1922.
63. Αναμνήσεις από την Πρέβεζα
Πρέβεζα
Περπατώντας αργά στην προκυμαία,
«Υπάρχω;» λες, κ' ύστερα «δεν υπάρχεις!»
Φτάνει το πλοίο. Υψωμένη σημαία.
Ίσως έρχεται ο Κύριος Νομάρχης.
Αν τουλάχιστον, μέσα στους ανθρώπους
αυτούς, ένας επέθαινε από αηδία...
Σιωπηλοί, θλιμμένοι, με σεμνούς τρόπους,
θα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία.