More Related Content
Similar to αρχικοι χρονοι
Similar to αρχικοι χρονοι (20)
More from Georgia Sofi (20)
αρχικοι χρονοι
- 1. ΧΡΟΝΟΙ : ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ ΠΑΡΑΤΑΤΙΚΟΣ ΜΕΛΛΟΝΤΑΣ ΑΟΡΙΣΤΟΣ ΠΑΡΑΚΕΙΜΕΝΟΣ ΥΠΕΡΣΥΝΤΕΛΙΚΟΣ
τοξεύω ἐτόξευον τοξεύσω ἐτοξευσα τετόξευκα ἐτετοξεύκειν
κελεύω ἐκέλευον κελεύσω ἐκέλευσα κεκέλευκα ἐκεκελεύκειν
ἱππεύω ἵππευον ἱππεύσω ἵππευσα ἵππευκα ἱππεύκειν
κρούω ἐκρουον κρούσω ἔκρουσα κέκρουκα ἐκεκρούκειν
στρατεύω ἐστράτευον στρατεύσω ἐστράτευσα ἐστράτευκα ἐστρατεύκειν
συμβουλεύω συνεβούλευ συμβουλεύσω συνεβούλευσα συμβεβούλευκα συνεβεβουλεύκ
θηρεύω (=κυνηγώ ον θηρεύσω ἐθήρευσα τεθήρευκα ειν
) ἐθήρευον ἁλιεύσω ἡλίευσα ἡλίευκα ἐτεθηρεύκειν
ἁλιεύω ἡλίευον κρούσω ἔκρουσα κέκρουκα ἡλιεύκειν
ΦΩΝΗΕΝΤΟΛΗΚΤ κρούω ἔκρουον παίσω ἔπαισα πέπαικα ἐκεκρούκειν
Α
παίω (=χτυπώ ) ἔπαιον θύσω ἔθυσα τέθυκα ἐπεπαίκειν
θύω (=θυσιάζω ) ἔθυον πταίσω ἔπταισα ἔπταικα ἐτεθύκειν
πταίω ἔπταιον λύσω ἔλυσα λέλυκα ἐπταίκειν
λύω ἔλυον φονεύσω ἐφόνευσα πεφόνευκα ἐλελύκειν
φονεύω ἐφόνευον ἁλιεύσω ἡλίευσα ἡλίευκα ἐπεφονεύκειν
ἁλιεύω ἡλίευον βασιλεύσω ἐβασίλευσα βεβασίλευκα ἡλιεύκειν
βασιλεύω ἐβασίλευον ἱδρύσω ἵδρυσα ἵδρυκα ἐβεβασιλεύκειν
ἱδρύω ἵδρυον θεραπεύσω ἐθεράπευσα τεθεράπευκα ἱδρύκειν
θεραπεύω ἐθεράπευον ἐτεθεραπεύκειν
διώκω ἐδίωκον διώξω ἐδίωξα δεδίωχα ἐδεδιώχειν
ἄρχω ἦρχον ἄρξω ἦρξα -- --
πράττω ἔπραττον πράξω ἔπραξα πέπραχα ἐπεπράχειν
ΟΥΡΑΝΙΚΟΛΗΚΤΑ ψέγω ἔψεγον ψέξω ἔψεξα -- --
ταράττω ἐτάραττον ταράξω ἐτάραξα τετάραχα ἐτεταράχειν
φυλάττω ἐφύλαττον φυλάξω ἐφύλαξα πεφύλαχα ἐπεφυλάχειν
κηρύττω ἐκήρυττον κηρύξω ἐκήρυξα κεκήρυχα ἐκεκηρύχειν
ἀπαλλάττω ἀπήλλαττον ἀπαλλάξω ἀπήλλαξα ἀπήλλαχα ἀπηλλάχειν
συτάττω συνέταττον συντάξω συνέταξα συντέταχα συνετετάχειν
κόπτω ἔκοπτον κόψω ἔκοψα κέκοφα ἐκεκόφειν
γράφω ἔγραφον γράψω ἔγραψα γέγραφα ἐγεγράφειν
ΧΕΙΛΙΚΟΛΗΚΤΑ βλάπτω ἔβλαπτον βλάψω ἔβλαψα βέβλαφα ἐβεβλάφειν
διατρίβω διέτριβον διατρίψω διέτριψα διατέτριφα διετετρίφειν
ἀθροίζω ἤθροιζον ἀθροίσω ἤθροισα ἤθροικα ἠθροίκειν
γυμνάζω ἐγύμναζον γυμνάσω ἐγύμνασα γεγύμνακα ἐγεγυμνάκειν
- 2. θαυμάζω ἐθαύμαζον θαυμάσω ἐθαύμασα τεθαύμακα ἐτεθαυμάκειν
ΟΔΟΝΤΙΚΟΛΗΚΤΑ
σπουδάζω ἐσπούδαζον σπουδάσω ἐσπούδασα ἐσπούδακα ἐσπουδάκειν
παρασκευάζω παρεσκεύαζ παρασκευάσ παρεσκεύασα παρεσκεύακα παρεσκευάκειν
πείθω ον ω ἔπεισα πέπεικα ἐπεπείκειν
ἁρπάζω ἔπειθον πείσω ἥρπασα ἥρπακα ἡρπάκειν
σῴζω ἥρπαζον ἁρπάσω ἔσωσα σέσωκα ἐσεσώκειν
ἔσῴζον σώσω
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ
Α΄ ΚΛΙΣΗ
Αρσενικά : ὁ γραμματιστής , ὁ κιθαριστής , ὁ παιδοτρίβης (ῐ ), ὁ στρατηγός , ὁ κυνηγέτης , ὁ ἰδιώτης , ὁ στρατιώτης , ὁ νομοθέτης , ὁ
μανδύας (ᾰ ), ὁ νικητής , ὁ πρεσβύτης , ὁ θεατής , ὁ νεανίας
Θηλυκά : ἡ ἐπιμέλεια , ἡ ἡλικία , ἡ παλαίστρα , ἡ πονηρία , ἡ τροφή , ἡ χλαμυδουργία , ἡ εὔπλοια , ἡ ἰδέα , ἡ ὑλακή , ἡ φυγή , ἡ ὕλη , ἡ
κεφαλή , ἡ πολιτεία , ἡ οἰκία , ἡ σπουδή
Β΄ ΚΛΙΣΗ
Αρσενικά: ὁ διδάσκαλος , ὁ κόσμος , ὁ ναύκληρος , ὁ κάπηλος , ὁ λιθοξόος , ὁ σκυτοτόμος , ὁ ταῦρος , ὁ ποταμός , ὁ τυρός , ὁ ἰατρός ,
ὁ ἔφηβος , ὁ καρπός , ὁ γεωργός , ὁ ἄνθρωπος , ὁ Λουκιανός , ὁ οἶνος , ὁ βάρβαρος , ὁ θρῆνος , ὁ σύμμαχος , ὁ πολέμιος , ὁ /ἡ ἔλαφος ,
ὁ δρόμος , ὁ σῖτος , ὁ δεσμός (πληθ . οἱ δεσμοί /τὰ δεσμά ), ὁ δοῦλος , ὁ κύριος , ὁ πρόγονος , ὁ κίνδυνος , ὁ Ἀλέξανδρος , ὁ θυμός , ὁ
στέφανος
Θηλυκά : ἡ τροφός , ἡ ἄμπελος , ἡ νῆσος , ἡ νόσος , ἡ ψῆφος
Ουδέτερα : τὸ γυμνάσιον , τὸ στάδιον (πληθ . οἱ στάδιοι /τὰ στάδια ), τὸ δέντρον , τὸ σημεῖον , τὸ ἀριστεῖον , τὸ ἀνδράποδον , τὸ
δεσμωτήριον
Γ΄ ΚΛΙΣΗ
Αρσενικά: ὁ κεραμεύς , ὁ πορθμεύς , ὁ χαλκεύς , ὁ γονεύς , ὁ ἱερεύς , ὁ βαφεύς
Θηλυκά: ἡ πόλις , ἡ φύσις , ἡ κίνησις , ἡ λύσις , ἡ θλῖψις , ἡ σύνεσις , ἡ κτῆσις , ἡ πρᾶξις , ἡ φρόνησις , ἡ τύψις , ἡ δύσις , ἡ ἀκρόπολις , ἡ
τάξις , ἡ ῥῆσις , ἡ δύναμις
Ουδέτερα: τὸ σῶμα , τὸ καῦμα , τὸ χάσμα , τὸ δῶμα , τὸ πρᾶγμα , τὸ κλάσμα