2. ΕΙΑΓΩΓΗ
O Πελοποννθςιακόσ Πόλεμοσ (431-404 π.X.) χωρίηεται ςε δφο περιόδουσ. Κατά τθ διάρκεια τθσ πρϊτθσ, θ
οποία διιρκεςε 10 χρόνια και ονομάςτθκε Αρχιδάμειοσ πόλεμοσ, από τον ςπαρτιάτθ βαςιλιά Αρχίδαμο B' που
είχε ειςβάλει ςτθν Αττικι, είχαν γίνει ανάμεςα ςτθν Ακινα και ςτθ Σπάρτθ, τισ δφο κορυφαίεσ πόλεισ-κράτθ
τθσ αρχαίασ Ελλάδασ και θγζτιδεσ των δφο εμπολζμων παρατάξεων, απόπειρεσ για τον τερματιςμό του με
ςυμβιβαςτικι λφςθ. Καμία όμωσ από αυτζσ δεν είχε οδθγιςει ςτθ ςφναψθ ειρινθσ και ςτθν οριςτικι
κατάπαυςθ των εχκροπραξιϊν, ςτισ οποίεσ είχε εμπλακεί το ςφνολο του ελλθνικοφ κόςμου.
H ςθμαντικότερθ από αυτζσ τισ απόπειρεσ ιταν θ λεγόμενθ Νικίειοσ ειρινθ, θ οποία ιρκε φςτερα από 10
χρόνια πολζμου, το 421 π.X., και όφειλε το όνομά τθσ ςτον ακθναίο πολιτικό και ςτρατθγό Νικία, ζνκερμο
υποςτθρικτι τθσ ειρθνικισ διευκζτθςθσ. H ςυμφωνία ιταν προσ το ςυμφζρον τθσ Ακινασ, νίκθ τθσ
ουςιαςτικά, αφοφ οι ςφμμαχοι τθσ Σπάρτθσ δεν είχαν όλοι δεχκεί να υπογράψουν τθν ειρινθ, και ζτςι θ Ακινα
είχε απζναντί τθσ διαιρεμζνουσ αντιπάλουσ, με εξουδετερωμζνο, χάρθ ςτθ ςυμφωνία, τον μόνο επίφοβο από
αυτουσ
H Νικίειοσ ειρινθ ωςτόςο δεν επρόκειτο να αποδειχκεί οριςτικι. Οι ςθμαντικότεροι από τουσ όρουσ τθσ δεν
τθρικθκαν και τα ζξι χρόνια που διιρκεςε υπιρξαν ιδιαιτζρωσ ανιςυχα, με ζντονεσ διπλωματικζσ ηυμϊςεισ και
αλλαγζσ ςτρατοπζδου από τισ διάφορεσ δυνάμεισ, κακϊσ και με ςοβαρζσ περιφερειακζσ ςυγκροφςεισ.
Μία από τισ αγριότερεσ μεταξφ αυτϊν των ςυγκροφςεων ζλαβε χϊρα ςτθ νιςο Μιλο το 416 π.X. Ηδθ με τθν
ζναρξθ του πολζμου θ Μιλοσ είχε υιοκετιςει ςτάςθ ουδετερότθτασ. Μολοντοφτο, το 426 π.X. οι Ακθναίοι είχαν
επιχειριςει να τθσ επιβάλουν τθν θγεμονία τουσ. Επικεφαλισ ιςχυρισ δφναμθσ ο Νικίασ είχε τότε αποβιβαςτεί ςτο
ζδαφόσ τθσ αλλά αντιμετϊπιςε τθ ςκεναρι αντίςταςθ των Μθλίων, τουσ οποίουσ δεν κατόρκωςε να κακυποτάξει,
και ζτςι περιορίςτθκε να λεθλατιςει το νθςι
3.
Δέκα χρόνια αργότερα η Αθήνα πρόβαλε την ίδια απαίτηση υποσχόμενη αυτή τη φορά ότι δεν
επρόκειτο να λάβει μέτρα κατά της Μήλου αν το νησί δεχόταν να καταβάλει τον συμμαχικό φόρο.
Οι Μήλιοι αρνήθηκαν πάλι να υποταχθούν εμμένοντας στην ουδετερότητα και αντιστάθηκαν
πεισματικά στην εισβολή των Αθηναίων. Σελικά όμως ηττήθηκαν, και οι Αθηναίοι κατέλαβαν τη
Μήλο. Για τιμωρία οι νικητές θανάτωσαν όλους τους μάχιμους άρρενες κατοίκους της και
δούλωσαν τα γυναικόπαιδα.
Αλλά η επιχείρηση που επρόκειτο να αποτελέσει μοιραίο πλήγμα για την ειρήνη και να οδηγήσει
ουσιαστικά στην έναρξη της δεύτερης περιόδου του Πελοποννησιακού Πολέμου ήταν η ολέθρια για
τους Αθηναίους εκστρατεία τους στη ικελία (415-413 π.X.). Εκεί δόθηκε η κρισιμότερη μάχη όλου
του Πελοποννησιακού Πολέμου, η οποία και προκαθόρισε σε μεγάλο βαθμό την έκβασή του
ύστερα από μία δεκαετία.
Ο αθηναίος ιστορικός Θουκυδίδης, ο οποίος έζησε τον Πελοποννησιακό Πόλεμο και είχε ενεργό
συμμετοχή σε αυτόν και περιέγραψε τα πρώτα 20 από τα 27 χρόνια του στη λεγόμενη υγγραφή
του, αφιερώνει στην εξιστόρηση της σικελικής εκστρατείας τα συγκλονιστικότερα κεφάλαια του
αθάνατου έργου του.
4. Η ΑΥΟΡΜΗ !!!
Αφορμή για την εκστρατεία υπήρξε η Εγεστα, πόλη της Βορειοδυτικής
ικελίας, η οποία, ευρισκόμενη σε σύγκρουση με τον γειτονικό της
ελινούντα, υποστηριζόμενο από τις υρακούσες, έστειλε στην
Αθήνα αντιπροσώπους της για να ζητήσει βοήθεια επικαλούμενη
παλαιούς συμμαχικούς δεσμούς. Αλλά η πραγματική αιτία του
παράτολμου εγχειρήματος των Αθηναίων ήταν η επιθυμία τους να
κατακτήσουν όλη τη ικελία. Οι χαλκευμένες ειδήσεις για τον πλούτο
της Εγεστας παρόξυναν αυτή την επιθυμία τους, την οποία
εκμεταλλεύθηκε επιδέξια ο φιλόδοξος νεαρός πολιτικός Αλκιβιάδης.
5. Η ΑΠΟΥΑΗ ΚΑΙ Η ΙΕΡΟΤΛΙΑ
Γόνος αρχοντικής και πλούσιας οικογένειας ο Αλκιβιάδης, ο
οποίος είχε χάσει μικρός τον πατέρα του και μεγάλωσε υπό την
κηδεμονία του συγγενούς του μεγάλου αθηναίου πολιτικού
Περικλή, ήταν ιδιαίτερα ευειδής, ευφυής και ευφραδής. Ηταν
όμως επίσης ανενδοίαστος, ανεύθυνος και ανερμάτιστος, και
διήγε έκλυτο βίο. τη σικελική εκστρατεία είδε την ευκαιρία να
ικανοποιήσει την άμετρη φιλοδοξία του για αναγνώριση και
δύναμη. Με τις ομιλίες του προς τους αθηναίους πολίτες
κατόρθωσε να τους πείσει ότι η εκστρατεία έπρεπε να γίνει,
υπερισχύοντας του συνετού Νικία, ο οποίος στις δικές του
ομιλίες είχε ταχθεί κατά του εγχειρήματος. Αποφασίστηκε
μάλιστα να είναι ο Αλκιβιάδης ένας από τους τρεις στρατηγούς
της εκστρατείας μαζί με τον Λάμαχο και τον διόλου πρόθυμο
Νικία.
Καταπιάστηκαν λοιπόν οι Αθηναίοι με τις προετοιμασίες για τη
μεγάλη στρατιωτική επιχείρηση, αλλά λίγο προτού το
εκστρατευτικό σώμα αναχωρήσει για τη ικελία, τρομερό
σκάνδαλο ξέσπασε στην Αθήνα: ένα πρωί οι τετράπλευρες
ερμαϊκές στήλες που είχαν λαξευμένη επάνω τους γενειοφόρο
κεφαλή του Ερμή και που ήταν τοποθετημένες σε διάφορα
σημεία της πόλης, οι Ερμαί, όπως τις έλεγαν, βρέθηκαν με τα
πρόσωπα σπασμένα («περιεκόπησαν τα πρόσωπα» λέει ο
Θουκυδίδης).
H ιερόσυλη πράξη αναστάτωσε τους Αθηναίους. Σην
ερμήνευσαν ως κακό οιωνό εν όψει της εκστρατείας αλλά και της
απέδωσαν πολιτική σημασία θεωρώντας τη μέρος συνωμοσίας
για την ανατροπή της δημοκρατίας. Ορισαν λοιπόν υψηλή
αμοιβή για όποιον θα έδινε στις αρχές πληροφορίες σχετικά με
τους δράστες του εγκλήματος.
Οι ένοχοι, οι ερμοκοπίδες, όπως τους είπαν, δεν βρέθηκαν. Οι
φήμες όμως έδειχναν προς τον κύκλο του Αλκιβιάδη, για τον
οποίο καταγγέλθηκε επίσης με την ευκαιρία ότι είχε βεβηλώσει τα
ελευσίνια μυστήρια παρωδώντας τα. Οι πολιτικοί αντίπαλοί του,
που τον έβρισκαν εμπόδιο στις επιδιώξεις τους να κυριαρχήσουν
στην πόλη, εξερέθιζαν τα πνεύματα. Ο ίδιος ο Αλκιβιάδης δήλωνε
πρόθυμος να δικαστεί και να θανατωθεί, αν κρινόταν ένοχος των
κατηγοριών που του αποδίδονταν. H τελική απόφαση ήταν να
αναχωρήσει ο Αλκιβιάδης μαζί με το εκστρατευτικό σώμα και να
δικαστεί μετά την επιστροφή του από τη ικελία.
6. Ο ΑΠΟΠΛΟΤ ΣΟΤ ΣΟΛΟΤ
τη ικελία και στην Κάτω Ιταλία υπήρχαν τότε αρκετές
ακμάζουσες ελληνικές πόλεις, με ισχυρότερη ανάμεσά τους τις
υρακούσες, που λόγω της ισχύος τους αποτελούσαν πηγή
ανησυχίας για πολλές από τις υπόλοιπες, οι οποίες είχαν κατά
καιρούς ζητήσει βοήθεια από την Ελλάδα για την αντιμετώπιση
του κινδύνου. Οι ικελιώτες και οι Ιταλιώτες, δηλαδή οι κάτοικοι
των ελληνικών πόλεων της ικελίας και της Κάτω Ιταλίας, είχαν
οι περισσότεροι δεσμούς με κάποια από τις πόλεις της
μητροπολιτικής Ελλάδας. Αλλά οι μεταξύ τους πόλεμοι τους
απασχολούσαν τόσο που δεν τους άφηναν περιθώρια για να
ενδιαφερθούν εμπράκτως για τα τεκταινόμενα προς Ανατολάς.
Σο ίδιο άλλωστε ίσχυε λίγο-πολύ και για τις ελλαδικές πόλεις, με
εξαίρεση την Αθήνα, η οποία, στο πλαίσιο της γενικότερης
επεκτατικής πολιτικής της, είχε και άλλοτε επιχειρήσει να βάλει
πόδι στη ικελία αλλά χωρίς αποτέλεσμα.
Ο στόλος που ξεκίνησε από τον Πειραιά κατά τα μέσα του
καλοκαιριού του 415 π.X. ήταν ο εντυπωσιακότερος που είχε
ποτέ αποπλεύσει από ελληνικό λιμάνι. Ο Θουκυδίδης εξαίρει με
ζωηρά χρώματα τον πλούτο των εφοδίων του και την
τελετουργική λαμπρότητα του απόπλου, και οι σκηνές εκείνου
του πρωινού όπως τις περιγράφει καλύπτουν μερικές από τις
ωραιότερες σελίδες του
. Ολος ο πληθυσμός της Αθήνας είχε κατέβει στο λιμάνι, «τους
σφετέρους εαυτών έκαστοι προπέμποντες, οι μεν εταίρους, οι
δε υιείς, και μετ' ελπίδος τε άμα ιόντες και ολοφυρμών, τα μεν
ως κτήσοιντο, τους δ' εί ποτε όψοιντο, ενθυμούμενοι όσον
πλουν εκ της σφετέρας απεστέλλοντο» («για να ξεπροβοδίσουν
ο καθένας τους δικούς του, άλλοι τους φίλους τους, άλλοι τα
παιδιά τους, και πορεύονταν με ελπίδα και μαζί με κλάματα, από
τη μία για τα όσα θα αποκτούσαν και από την άλλη επειδή
άραγε θα τους ξανάβλεπαν, καθώς αναλογίζονταν πόσο
μακριά από την πατρίδα ήταν το ταξίδι για το οποίο
ξεκινούσαν»).
Πρώτος σταθμός του εκστρατευτικού σώματος ήταν η
Κέρκυρα, όπου οι Αθηναίοι και όσοι από τους συμμάχους τους
είχαν ξεκινήσει μαζί τους συναντήθηκαν με τις υπόλοιπες
συμμαχικές δυνάμεις. Για τη ικελία απέπλευσαν συνολικά
περίπου 150 πλοία, πολεμικά και βοηθητικά, και περισσότεροι
από 5.000 άνδρες, από τους οποίους Αθηναίοι ήταν σχεδόν το
ένα τρίτο. Ακόμη, σύμφωνα με υπολογισμούς, τα πληρώματα
των πλοίων και μόνο υπερέβαιναν τις 25.000 άνδρες.
Οι πόλεις της ικελίας δεν υποδέχθηκαν καθόλου φιλικά το
αθηναϊκό εκστρατευτικό σώμα. Οι περισσότερες δεν του
επέτρεψαν την είσοδο στο έδαφός τους, μερικές μάλιστα του
αρνήθηκαν ακόμη και τον ανεφοδιασμό με νερό.
Αυτό το κατακτητικό όνειρο ήρθε να αφυπνίσει τώρα ο
Αλκιβιάδης με τη θερμή συνηγορία του υπέρ της εκστρατείας
στη ικελία.
7. Η ΣΡΟΜΕΡΗ ΝΑΤΜΑΦΙΑ
Σο θλιβερό επεισόδιο των Επιπολών προβλημάτισε τους
αθηναίους στρατηγούς που είδαν τώρα με μεγαλύτερη ενάργεια
πόσο εξαντλημένος ήταν ο στρατός από τη μακρά παραμονή
σε ξένη χώρα, από τις συνεχείς μάχες και τις κακουχίες και από
την ελονοσία. Ο Δημοσθένης πρότεινε τον τερματισμό της
εκστρατείας και την επιστροφή στην πατρίδα. Ο Νικίας
αντιτάχθηκε,αρχικά οι αντιρρήσεις του όμως δεν άργησαν να
καμφθούν καθώς η κατάσταση χειροτέρευε διαρκώς για τους
Αθηναίους.
Δόθηκε λοιπόν η διαταγή να διαλυθεί το στρατόπεδο. Οταν
όμως όλα είχαν ετοιμαστεί για την αποχώρηση, έγινε έκλειψη
σελήνης. Οι περισσότεροι Αθηναίοι τη θεώρησαν κακό οιωνό
και ζήτησαν να αναβληθεί η αποχώρηση. Ο Νικίας, υπερβολικά
προληπτικός («ην γαρ τι και άγαν θειασμώ τε και τω τοιούτω
προσκείμενος» λέει ο Θουκυδίδης), αρνήθηκε να δώσει τη
διαταγή της αποχώρησης
Οι υρακούσιοι εν τω μεταξύ, αντιλαμβανόμενοι τις δυσκολίες
των αντιπάλων τους και έχοντας λάβει και άλλες ενισχύσεις,
άρχισαν να επιτίθενται τόσο στην ξηρά όσο και στη θάλασσα,
στο κεντρικό λιμάνι της πόλης τους, όπου βρισκόταν ο
αθηναϊκός στόλος. Σην πρώτη ημέρα της επίθεσής τους
επέφεραν μικρές απώλειες στους Αθηναίους στην ξηρά. Σην
επομένη επιτέθηκαν με 76 πλοία ενώ ταυτόχρονα το πεζικό τους
εξαπέλυε επίθεση στην ξηρά. Οι Αθηναίοι αντιπαρέταξαν 86
πλοία. Ο Ευρυμέδων με το δεξιό κέρας του αθηναϊκού στόλου
επιχείρησε να περικυκλώσει τα εχθρικά πλοία αλλά
παρασύρθηκε προς την ξηρά και οι υρακούσιοι, αφού
εξουδετέρωσαν το κέντρο του αθηναϊκού σχηματισμού, τον
απομόνωσαν στον μυχό του λιμανιού και τον σκότωσαν
καταστρέφοντας το πλοίο του και όσα άλλα πλοία τον είχαν
ακολουθήσει.
Ο Γύλιππος από την ξηρά, βλέποντας τα διαδραματιζόμενα,
έσπευσε με μέρος του στρατού του να καταλάβει την παραλία για
να εξολοθρεύσει τους Αθηναίους που έβγαιναν από τα πλοία και
για να βοηθήσει τους υρακουσίους να τα καταλάβουν και να τα
τραβήξουν στη στεριά. Προσέτρεξαν και άλλοι υρακούσιοι καθώς
και σύμμαχοί τους, αλλά οι Αθηναίοι υπερίσχυσαν, τους έτρεψαν
σε φυγή σκοτώνοντας πολλούς από αυτούς, και έσωσαν τα
περισσότερα πλοία τους, τα οποία συγκέντρωσαν κοντά στο
στρατόπεδό τους.
Οι υρακούσιοι όμως δεν είχαν πει την τελευταία τους λέξη. H
επόμενη κίνησή τους ήταν να φράξουν το στενό στόμιο του
λιμανιού παρατάσσοντας δίπλα δίπλα διαφόρων ειδών
αγκυροβολημένα σκάφη ώστε τα αθηναϊκά πλοία να μην
μπορούν να εκπλεύσουν.
Σα αθηναϊκά πλοία ξεκίνησαν αμέσως προς το φράγμα για να
προσπαθήσουν να εκβιάσουν την έξοδό τους. Οι υρακούσιοι,
αφού τοποθέτησαν μερικά δικά τους πλοία να φυλάνε την έξοδο,
παρέταξαν τον υπόλοιπο στόλο τους σε ημικύκλιο μέσα στο λιμάνι
ώστε να μπορούν να επιτεθούν κατά των αντιπάλων τους από
όλες τις πλευρές. Όταν οι Αθηναίοι πλησίασαν στο φράγμα,
κατόρθωσαν να απωθήσουν τα πλοία που το φρουρούσαν αλλά
αμέσως δέχθηκαν τις επιθέσεις των υπολοίπων από διάφορες
κατευθύνσεις, και η ναυμαχία άρχισε από το φράγμα και
εξαπλώθηκε σε όλο το λιμάνι
H ορμή των αντιπάλων ήταν μεγάλη και η έκταση του λιμανιού
πολύ μικρή για τόσο πολλά πλοία, σχεδόν 200 όλα μαζί. Δεν
υπήρχε αρκετός χώρος για ελιγμούς και τα πλοία στριμώχνονταν
μεταξύ τους, και συχνά, ενώ δύο από αυτά ήταν κολλημένα μεταξύ
τους λόγω εμβολισμού, παράλληλα βροχή έπεφταν τα βέλη, τα
ακόντια και οι πέτρες από το ένα πλοίο στο άλλο.
Νικητές στην πεισματική αναμέτρηση αναδείχθηκαν οι
υρακούσιοι. Ετρεξαν σε φυγή τους Αθηναίους, από τους
οποίους, όσοι δεν χάθηκαν στη θάλασσα βγήκαν στην ξηρά και
έτρεξαν να σωθούν στο στρατόπεδό τους.
8. Η ΣΕΛΙΚΗ ΚΑΣΑΣΡΟΥΗ
Οι Αθηναίοι δεν είχαν πλέον άλλη λύση παρά να
δοκιμάσουν να διαφύγουν διά ξηράς προς κάποια φιλική
περιοχή. Ξεκίνησαν την τρίτη ημέρα μετά τη ναυμαχία
χωρισμένοι σε δύο τμήματα, ένα υπό τον Νικία και ένα
υπό τον Δημοσθένη, και η πορεία τους διήρκεσε οκτώ
ημέρες. Δεν ήταν όμως πορεία προς τη σωτηρία αλλά
προς τον όλεθρο. Μάχονταν αδιάκοπα εναντίον του
Γυλίππου και των υρακουσίων που τους καταδίωκαν. Σο
τμήμα του Δημοσθένη, που βραδυπορούσε, παραδόθηκε
πρώτο. Σο τμήμα του Νικία πάσχιζε να φθάσει στον
ποταμό Ασίναρο όχι μόνο με την ελπίδα ότι διαβαίνοντάς
τον θα γλίτωνε αλλά και για να σβήσει τη δίψα που το
βασάνιζε. Εφθασαν στον ποταμό βαλλόμενοι από βέλη
και ακόντια. Ρίχτηκαν στα νερά του για να περάσουν και
για να πιουν, άτακτα, στριμωγμένοι, πέφτοντας ο ένας
πάνω στον άλλο, ποδοπατώντας ο ένας τον άλλο. Οι
υρακούσιοι, ψηλά από την όχθη, πύκνωναν τις βολές
τους. Αθηναίοι έπεφταν συνεχώς σκοτωμένοι. Οι
Πελοποννήσιοι κατέβηκαν και βάλθηκαν να σφάζουν
όσους βρίσκονταν εκεί. Σο αναταραγμένο νερό ήταν
γεμάτο αίμα. Οι ζωντανοί εξακολουθούσαν να πίνουν.
Σελικά παραδόθηκε και το τμήμα του Νικία.
H τύχη των αιχμαλώτων υπήρξε τραγική. Οι στρατηγοί
Νικίας και Δημοσθένης εκτελέστηκαν δημοσία. Οι
υπόλοιποι οδηγήθηκαν στα λατομεία όπου έζησαν υπό
συνθήκες αφάνταστα σκληρές. Οι περισσότεροι δεν
άντεξαν στην πείνα και στη δίψα, στις αρρώστιες, στις
κακουχίες. Πολλοί πουλήθηκαν ως δούλοι
Απίστευτα μικρός ήταν ο αριθμός εκείνων που
κατόρθωσαν να γυρίσουν στην πατρίδα τους από τις
40.000-50.000 άνδρες που είχαν λάβει μέρος στη σικελική
εκστρατεία.
Εν τω μεταξύ στην Ελλάδα ο Πελοποννησιακός Πόλεμος
είχε ξαναρχίσει με όλη του την αγριότητα. διαρκησε άλλα
10 χρόνια, ως το 404 π.X., και΄εληξε με την οριστική
συντριβή της Αθήνας
9.
Ο αθηναίος ιστορικός Θουκυδίδης
περιέγραψε τα 20 από τα 27 χρόνια του
Πελοποννησιακού Πολέμου