SlideShare a Scribd company logo
1 of 198
Download to read offline
ISSN 1791-910X
© 2013 ΧΑΡΛΕΝΙΚ ΕΛΛΑΣ ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΒΕΕ
για την ελληνική γλώσσα, κατόπιν συμφωνίας με
τη HARLEQUIN ENTERPRISES II B.V. / S.à.r.l.
Η ΜΕΛΩΔΙΑ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
Τίτλος πρωτοτύπου: His One-Night Mistress
© Sandra Field 2005. All rights reserved.
Μετάφραση: Μαρία Γεωργιάδου
Επιμέλεια: Ειρήνη Αντωνίου
ΑΔΑΜΑΣΤΗ ΚΑΡΔΙΑ
Τίτλος πρωτοτύπου: Tamed by her Husband
© Elizabeth Power 2005. All rights reserved.
Μετάφραση: Φρίντα Καψάλη
Επιμέλεια: Κατερίνα Δημητρίου
Διόρθωση: Κυριάκος Μιχελόγκωνας
Απαγορεύεται η αναδημοσίευση μέρους ή του συνόλου του βιβλίου, η αναπαραγωγή ή μετάδοσή του με οποιοδήποτε
οπτικοακουστικό ή άλλο μέσο, χωρίς τη γραπτή άδεια του εκδότη.
ΣΥΛΛΕΚΤΙΚΑ ΑΡΛΕΚΙΝ - ΤΕΥΧΟΣ 50
Τυπώθηκε και βιβλιοδετήθηκε στην Ελλάδα.
Made and printed in Greece.
Η ΜΕΛΩΔΙΑ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1
Αστραφτερή. Εκθαμβωτική. Υπέροχη!
Η Λία ντ’ Άντζελι προχώρησε προς το αχανές λόμπι του ξενοδοχείου, όπου οι τεράστιοι καθρέφτες
του με τις περίτεχνες, επίχρυσες κορνίζες αντανακλούσαν κάτι που έμοιαζε με σκηνή από
χοροεσπερίδα του Λουδοβίκου του ΙΔ’. Έσφιξε στο χέρι της την πρόσκληση με τα κομψά χρυσά
γράμματα, μια πρόσκληση που της είχε δώσει μόλις χθες ο Παριζιάνος φίλος της Ματιέ. «Είναι ένας
χορός μεταμφιεσμένων», της είχε πει με το γοητευτικό λοξό χαμόγελό του. «Δυστυχώς, εγώ δεν
μπορώ να πάω. Πάρε μαζί σου κανέναν όμορφο, φάε, πιες και χόρεψε με την ψυχή σου». Το
χαμόγελό του έγινε τώρα πονηρό. «Μπορεί και να καταλήξεις στο κρεβάτι του –παραείσαι όμορφη
για να καλογερέψεις, σερί».
Η Λία άκουσε με δυσπιστία το κομπλιμέντο του Ματιέ. Ήταν γνωστός σε όλο το Παρίσι για τις
ερωτοδουλειές του. Τη συμβουλή του, όμως, σκόπευε να την ακολουθήσει –κατά ένα μέρος
τουλάχιστον: φάε, πιες και χόρεψε. Ναι, αυτά θα τα έκανε με χαρά. Αλλά είχε έρθει στο χορό μόνη
και μόνη θα έφευγε.
Μόνη και ανώνυμη, σκέφτηκε με έναν αναστεναγμό ανακούφισης. Η φήμη που είχε αποκτήσει τον
τελευταίο καιρό δεν της ήταν και τόσο ευχάριστη. Όμως εκείνο το βράδυ δεν ήταν η Λία ντ’
Άντζελι, η ταλαντούχα νεαρή βιολονίστα που είχε προβληθεί στο διεθνές προσκήνιο, κερδίζοντας
δύο κορυφαίους διαγωνισμούς μέσα σε έξι μήνες. Όχι, σκέφτηκε, κοιτάζοντας λοξά το είδωλό της
στον κοντινότερο καθρέφτη. Στα χείλη της σχηματίστηκε ένα χαμόγελο. Εκείνο το βράδυ ήταν μια
πεταλούδα, παιχνιδιάρα και αινιγματική, που θα πετούσε από παρτενέρ σε παρτενέρ χωρίς να πιαστεί
στην απόχη κανενός.
Το κοστούμι της ήταν μια γυαλιστερή τιρκουάζ φόρμα που εφάρμοζε σαν γάντι στις καμπύλες του
στήθους, των γοφών, της λεπτής μέσης της και των μακριών, λεπτών ποδιών της. Στα πόδια της
φορούσε τιρκουάζ μεταλιζέ σανδάλια. Τα φτερά της, φύλλα από αραχνοΰφαντο τιρκουάζ και
πράσινο σιφόν, ανέμιζαν από τα χέρια μέχρι τους μηρούς της. Αλλά το εντυπωσιακότερο στοιχείο
της στολής της ήταν η μάσκα. Σαν κράνος κάλυπτε τα έντονα ζυγωματικά της, άφηνε να φαίνονται
μόνο τα καστανά μάτια της κι έκρυβε τα πυκνά μαύρα μαλλιά της μέσα σε αστραφτερές παγιέτες και
φτερά παγονιού. Στα μάγουλα, στο πιγούνι και στο λαιμό της είχε απλώσει τιρκουάζ σκιά, ενώ τα
χείλη της ήταν βαμμένα με χρυσό κραγιόν.
Προκλητικό κοστούμι, σκέφτηκε ικανοποιημένη. Ένα κοστούμι που την άφηνε ελεύθερη να είναι
όποια ήθελε.
Κανείς εκεί δεν την ήξερε. Κι αυτό σκόπευε να το εκμεταλλευτεί στο έπακρο: να χορέψει με την
καρδιά της και να φύγει τα μεσάνυχτα. Σαν τη Σταχτοπούτα.
Τα μάτια της έψαξαν το πλήθος. Μια Μαρία Αντουανέτα, ο Κωδωνοκρούστης της Νοτρ-Νταμ,
ένας καρδινάλιος βγαλμένος από πορτραίτο του Ελ Γκρέκο, μια χορεύτρια του Μουλέν Ρουζ. Όλοι
με μάσκες. Όλοι ξένοι μεταξύ τους. Ίσως και στον ίδιο τους τον εαυτό, σκέφτηκε η Λία, νιώθοντας
να τη διαπερνά ένα μικρό ρίγος νευρικότητας.
Έδιωξε από μέσα της την ταραχή, προχώρησε στον πορτιέρη και του έδειξε την αριθμημένη
πρόσκλησή της. Ένας αξιωματούχος με στολή τού ψιθύριζε κάτι στο αυτί. Ο πορτιέρης τής ένευσε
ανυπόμονα προς την αίθουσα, έριξε μια ματιά στην πρόσκληση και την άφησε στη στοίβα με τις
άλλες. Η Λία τον προσπέρασε βιαστικά. Ανησυχούσε μήπως προέκυπτε πρόβλημα που η
πρόσκληση είχε το όνομα του Ματιέ αντί για το δικό της. Καλός οιωνός, σκέφτηκε αναθαρρημένη
και μπήκε στην αίθουσα.
Η μελωδία ενός παλιομοδίτικου βαλς πλανιόταν στο χώρο. Καθρέφτες κοσμούσαν τους τοίχους,
που είχαν το χρώμα του ζαφειριού, ενώ αστραφτεροί χρυσοί πολυέλαιοι κρέμονταν από ένα ταβάνι,
τα ζωγραφιστά παχουλά αγγελάκια του οποίου συναγωνίζονταν σε πλήθος τους ανοιξιάτικους
εραστές του Παρισιού. Στον απέναντι τοίχο μακριά τραπέζια με λευκά τραπεζομάντιλα ήταν
φορτωμένα με εδέσματα που θα ζήλευε ακόμα και ο βασιλιάς Λουδοβίκος. Σερβιτόροι με άσπρα
σακάκια τριγύριζαν ανάμεσα στους καλεσμένους, κρατώντας ασημένιους δίσκους με κρασί και
σαμπάνια.
Και τότε τον είδε.
Όπως κι εκείνη, στεκόταν με την πλάτη στον τοίχο, παρατηρώντας τον κόσμο. Ένας ληστής
εποχής, με μανδύα και μπότες, μαύρη μάσκα που έκανε τα μάτια του να μοιάζουν με δυο σχισμές κι
ένα μαύρο πλατύγυρο καπέλο που έκρυβε τα χαρακτηριστικά του.
Κανένα κοστούμι δε θα μπορούσε να κρύψει το ύψος του, τις φαρδιές του πλάτες ή την αύρα της
δύναμης, της επιβολής, του απόλυτου αυτοελέγχου που εξέπεμπε. Μια αύρα που, προφανώς, αυτός
ο άντρας γνώριζε ότι διέθετε.
Ένας άνθρωπος που έπαιρνε αυτό που ήθελε. Ένας ληστής πραγματικά.
Και, όπως κι εκείνη, ήταν μόνος.
Ενώ η Λία ένιωθε να τη διαπερνά άλλο ένα ρίγος, το βλέμμα του στάθηκε πάνω της. Ακόμα κι από
την άλλη άκρη της τεράστιας αίθουσας τον ένιωσε να συγκεντρώνεται απότομα, έντονα. Το σώμα
του έμεινε ακίνητο σαν του ληστή που εντοπίζει το θύμα του.
Η Λία δε θα μπορούσε να τρέξει, ακόμα κι αν έπρεπε να το κάνει για να σώσει τη ζωή της.
Σαν πεταλούδα καρφωμένη στον τοίχο, σκέφτηκε αναστατωμένη, ενώ η καρδιά της χτυπούσε τόσο
δυνατά που νόμιζε πως θα σπάσει. Είχε φοβηθεί πολλές φορές στη ζωή της. Ήταν κάτι αλληλένδετο
με τον αγώνα της για διάκριση που την καθόριζε από τότε που θυμόταν τον εαυτό της. Αλλά η
ταραχή της πριν από τα κοντσέρτα υποχωρούσε μπροστά στη σιγουριά της για τις τεχνικές της
ικανότητες και τη βαθύτερη βεβαιότητα ότι, για άλλη μια φορά, θα ξεπερνούσε αυτή την ταραχή.
Αυτός ο φόβος ήταν διαφορετικός. Αισθανόταν γυμνή, εκτεθειμένη. Κι όλα αυτά επειδή ένας
άγνωστος έτυχε να την κοιτάξει. Κάποιος που δεν είχε ξαναδεί –γι’ αυτό ήταν βέβαιη– και ούτε
ήθελε να ξαναδεί.
Γελοίο, σκέφτηκε, ενώ μάζευε το κουράγιο της για να αντιμετωπίσει αυτή την πρωτόγνωρη
επίθεση.
Επίθεση; Μα, ο άνθρωπος ούτε καν την είχε ακουμπήσει!
Σε μια έξαρση αψηφισιάς η Λία έκανε νόημα σ’ ένα σερβιτόρο, πήρε από το δίσκο του ένα ποτήρι
κόκκινο κρασί και, με έναν κοροϊδευτικό χαιρετισμό στον άντρα στην άλλη άκρη της αίθουσας,
σήκωσε το ποτήρι της σε πρόποση.
Εκείνος έβγαλε το καπέλο του, αποκαλύπτοντας τα ακατάστατα, ξανθισμένα από τον ήλιο μαλλιά
του και υποκλίθηκε βαθιά, με έναν αριστοκρατικό τρόπο που έκανε τη Λία να χαμογελάσει άθελά
της. Κι έπειτα προχώρησε προς το μέρος της.
Μέσα στον πανικό της η Λία άκουσε μια αντρική φωνή να της λέει σε σπασμένα γαλλικά: «Βουλέ-
βου ντανσέ αβέκ μουά, μαντάμ;»
Ένας Βρετανός στρατιώτης από τον καιρό του Ναπολέοντα είχε μπει ανάμεσα σ’ εκείνη και το
ληστή και της ζητούσε να χορέψουν. Η Λία άφησε γρήγορα το κρασί της στο πιο κοντινό τραπέζι
και του απάντησε στα αγγλικά: «Ναι, ευχαριστώ».
«Ωραία, μιλάς αγγλικά», είπε ο στρατιώτης και ύστερα την έπιασε από τη μέση κι άρχισε να τη
στροβιλίζει με άνεση ανάμεσα στους άλλους χορευτές. Η χορευτική του δεινότητα την έκανε να
νιώθει ευγνωμοσύνη και μάλιστα δεν έδειχνε να έχει διάθεση για κουβέντα, κάτι για το οποίο η Λία
ένιωθε ακόμα μεγαλύτερη ευγνωμοσύνη. Με την άκρη του ματιού της είδε το ληστή να
στριμώχνεται από μια παρέα γυναικών που χόρευαν κι έπειτα να απομακρύνεται μ’ ένα σχόλιο που
τις έκανε να γελάσουν. «Θα ήθελα να δω από πιο κοντά την ορχήστρα», είπε η Λία με κομμένη την
ανάσα. «Μπορούμε να πάμε προς τα κει;»
Ο στρατιώτης την οδήγησε υπάκουα στην απέναντι πλευρά της αίθουσας. Το βαλς τελείωσε και
ακολούθησε μια ρούμπα. Ένας κλόουν με κατακόκκινο στόμα τη διεκδίκησε από τον καβαλιέρο της
και η Λία ακολούθησε το ρυθμό του χορού, με τα διάφανα φτερά της να θροΐζουν καθώς κινούσε τα
χέρια της. Τον κλόουν διαδέχτηκε ένας αριστοκρατικός τζέντλεμαν που θα μπορούσε να είχε βγει
από μυθιστόρημα της Τζέιν Όστεν.
Καθώς το κομμάτι τελείωνε, ένας άλλος παρτενέρ εμφανίστηκε πίσω από τον ηλικιωμένο
τζέντλεμαν. Ο ληστής, με το μαύρο μανδύα του ν’ ανεμίζει. Τα νεύρα της Λία τεντώθηκαν, αν και
από την πρώτη στιγμή που τον είχε δει ήξερε ότι η συνάντηση θα ήταν αναπόφευκτη. «Σειρά μου,
νομίζω», της είπε εύθυμα, αλλά με μια νότα ψυχρότητας στη βελούδινη σαν μπράντι φωνή του.
Η Λία χαμογέλασε στον παρτενέρ της και γύρισε στο ληστή. Θα μπορούσε να μην αποκριθεί, αλλά
ένα από τα αδιόρθωτα ελαττώματά της ήταν η περηφάνια. Εξάλλου, οι προκλήσεις είναι για να τις
δέχεσαι...
«Πολλή ζέστη δεν κάνει εδώ μέσα;» είπε με υπερβάλλουσα ευγένεια, υψώνοντας το πιγούνι της.
«Θα ήθελα ένα ποτήρι σαμπάνια».
«Πώς είναι τ’ όνομά σου;»
«Δεν είσαι και πολύ διακριτικός, βλέπω».
«Απεχθάνομαι τη σπατάλη χρόνου».
«Του δικού μου ή του δικού σου;» ρώτησε επιτακτικά η Λία.
«Του δικού μου», απάντησε ο άγνωστος.
«Τότε ίσως θα ’πρεπε να βρεις μια άλλη παρτενέρ».
«Ω, δε νομίζω».
«Τότε πες μου το δικό σου όνομα», είπε η Λία, περιμένοντας ότι ο άγνωστος θα αρνιόταν.
«Σεθ Τάλμποτ. Από το Μανχάταν. Κι εσύ Αμερικανίδα είσαι».
Η Λία ζούσε σ’ ένα μικρό διαμέρισμα στο Γκρίνουιτς Βίλατζ. «Γεννήθηκα στην Ελβετία, κύριε
Τάλμποτ», του απάντησε με τουπέ και με το ίδιο τουπέ ένευσε στον πλησιέστερο σερβιτόρο, ο
οποίος της πρόσφερε ένα κρυστάλλινο ποτήρι με σαμπάνια.
«Βλέπω ότι παίρνεις αυτό που θέλεις», είπε απαλά ο Σεθ Τάλμποτ.
«Γίνεται αλλιώς;»
«Κατά την άποψή μου, όχι. Χαίρομαι που καταλαβαινόμαστε».
«Αποκλείεται να με καταλαβαίνεις, γιατί απλούστατα δεν ξέρεις τι θέλω», αποκρίθηκε η Λία.
«Από την πρώτη στιγμή που είδαμε ο ένας τον άλλον θελήσαμε το ίδιο πράγμα», επισήμανε ο Σεθ
Τάλμποτ.
Κάνε πίσω, Λία. Πρόσεχε. Σταμάτα αυτή την ιστορία προτού καν αρχίσει. «Μια που δεν είμαι
μάντισσα», του είπε κοφτά, «γιατί δε μου λες εσύ τι είναι αυτό;»
Εκείνος την έπιασε απ’ τον καρπό. Τα δάχτυλά του ήταν δυνατά σαν μέγκενη. Μακριά, λεπτά
δάχτυλα, χωρίς βέρα, όπως πρόσεξε η Λία, με περιποιημένα νύχια και ξανθές τριχούλες. «Άφησέ
με», του είπε ανέκφραστα.
Ο Σεθ άφησε το χέρι της να πέσει απότομα, μ’ ένα σχεδόν προσβλητικό τρόπο. Η μουσική είχε
αρχίσει να παίζει ξανά. «Στεκόμαστε μες στη μέση», είπε στη Λία και, περνώντας το χέρι του στον
ώμο της, την τράβηξε από την πίστα.
Ο μανδύας του την τύλιξε στις μαύρες πτυχές του. Το χέρι του ήταν βαρύ, το βάρος του οικείο σαν
χάδι. Η Λία θα μπορούσε να διαμαρτυρηθεί. Ακόμα και να φωνάξει. Σε μια αίθουσα γεμάτη κόσμο
ο Σεθ θα ήταν αδύνατον να κάνει κάτι χωρίς τη συναίνεσή της.
Είχε ξανανιώσει έτσι ποτέ; Αισθανόταν σαν υπνωτισμένη. Η καρδιά της χτυπούσε αργά και βαριά
και η ζεστασιά του χεριού του απλωνόταν κάτω απ’ το δέρμα της. Σαν από χιλιόμετρα μακριά, η Λία
τον είδε να πετάει το καπέλο του σ’ ένα τραπέζι. Πήρε το άλλο της χέρι και το σήκωσε, χαϊδεύοντας
με τα χείλη του τις κλειδώσεις των δαχτύλων της. Ύστερα το γύρισε και φίλησε την παλάμη της με
τον ίδιο νωχελικό, αισθησιακό τρόπο.
Τα μαλλιά του ήταν πυκνά και γυάλιζαν σαν μετάξι. Το μόνο που ήθελε η Λία ήταν να πετάξει το
ποτήρι της και να περάσει τα δάχτυλά της μέσα σ’ αυτά τα ακατάστατα κύματα με τις χρυσαφιές
ανταύγειες, να νιώσει την πυκνότητά τους, να ακουμπήσει το χέρι της στον αυχένα του. Αντιθέτως,
έσφιξε το ποτήρι σαν να ήταν το μόνο πράγμα απ’ το οποίο θα μπορούσαν να στηριχτούν τα λογικά
της.
Το στόμα του Σεθ άγγιζε ακόμα την παλάμη της. Έκλεισε τα μάτια της, καθώς η αίσθηση
απλωνόταν στο κορμί της σαν κύματα ηδονής. Βαθιά μέσα της ο πόθος ζωντάνεψε σαν σαρωτικός,
επιτακτικός πόνος. Για λίγες στιγμές έξω απ’ το χρόνο, η Λία αφέθηκε σ’ αυτόν, νιώθοντας το σώμα
της ανάλαφρο σαν της πεταλούδας. Μιας πεταλούδας που άνοιγε τα φτερά της στον ήλιο, σκέφτηκε
παραζαλισμένα. Που απορροφούσε τη ζεστασιά του, λουζόταν στις χρυσές αχτίδες του. Γεμάτη ζωή,
έτσι όπως ήθελε να είναι.
Πάψε, Λία. Πες τα πράγματα με τ’ όνομά τους. Αφήνεις να σε ξελογιάσει ένας άντρας που ζει στην
ίδια πόλη μ’ εσένα.
Τράβηξε το χέρι της και η σαμπάνια πιτσίλισε τα ντελικάτα παπούτσια της. «Σταμάτα!» είπε τραχιά.
Ο Σεθ σήκωσε το κεφάλι του, αλλά συνέχισε να της κρατάει το χέρι. «Δε θες να σταματήσω. Πες
την αλήθεια».
«Δεν ξέρω τίποτα για σένα κι εσύ...»
«Παραλείψαμε τα προκαταρκτικά, αυτό είναι όλο», είπε βραχνά ο Σεθ. «Μπήκαμε κατευθείαν στην
ουσία».
Ακούγοντας τη βραχνάδα στη φωνή του και βλέποντας τη φλέβα του να χτυπά δυνατά στο λαιμό
του, η Λία ένιωσε την καρδιά της να φτερουγίζει. «Το νιώθεις κι εσύ», ψιθύρισε.
«Το ένιωσα από την πρώτη στιγμή που σε είδα να μπαίνεις».
Η Λία το ήξερε. Γι’ αυτό δεν είχε τρέξει στην πίστα με τον πρώτο διαθέσιμο άντρα που βρήκε; «Οι
ληστές ληστεύουν, κύριε Τάλμποτ», είπε άτονα η Λία.
«Και οι πεταλούδες έχουν μοναδικό τους σκοπό το ζευγάρωμα».
«Ένας ληστής παίρνει αυτό που θέλει ανεξάρτητα από τις επιπτώσεις», σφύριξε η Λία μέσα απ’ τα
δόντια της.
«Αν είσαι πρόθυμη γι’ αυτό, δε θα μπορούσα να χαρακτηριστώ ληστής», απάντησε ο Σεθ.
«Ω, σταμάτα», είπε εκείνη θυμωμένη. «Με κάνεις κύκλους».
«Μ’ αρέσει αυτό», είπε ο Σεθ και ξαφνικά της χαμογέλασε.
Ήταν ένα τρομακτικά αρρενωπό χαμόγελο. Θωρακίζοντας τον εαυτό της για να το αντιμετωπίσει, η
Λία του πέταξε παγερά: «Δεν ψάχνω για ταίρι. Το κοστούμι μου είναι απλώς αυτό που είναι –ένα
κοστούμι. Δε δηλώνει τίποτα για το χαρακτήρα μου».
Ο Σεθ την κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω αργά κι εκείνη ένιωσε το βλέμμα του να την καίει. «Κι
όμως, είσαι πολύ προκλητική», της είπε.
Εσύ να δεις, σκέφτηκε η Λία, θυμώνοντας με τον εαυτό της. Κοίταξε κάτω. Οι μαλακές δερμάτινες
μπότες του εφάρμοζαν στις γάμπες του κι έκαναν ρεβέρ στο ύψος του γονάτου. Οι δυνατοί μύες των
μηρών του διαγράφονταν καθαρά μέσα από το στενό μαύρο παντελόνι του. Το βλέμμα της ταξίδεψε
πιο πάνω, προσπέρασε το κομψό άσπρο πουκάμισο με το δαντελένιο γιακά που τόνιζε τη
μαυρισμένη από τον ήλιο επιδερμίδα του και στάθηκε στους φαρδιούς ώμους μέσα από το μανδύα.
Ένα κύμα πρωτόγονης επιθυμίας την κυρίεψε, σοκάροντάς τη με την έντασή του. Είχε ξανανιώσει
έτσι στη ζωή της;
Ποτέ. «Ας είμαστε ειλικρινείς», του είπε με αξιοθαύμαστη ψυχρότητα. «Δεν ντύθηκες κλόουν, με
αυτιά σαν τηγάνια και πρόσωπο πασαλειμμένο με άσπρη μπογιά, σαν αυτόν που χόρευα πριν. Και το
δικό σου κοστούμι είναι σέξι. Και λοιπόν;»
«Εντέλει παραδέχεσαι ότι με βρίσκεις σέξι. Κάναμε κάποια πρόοδο».
«Άσε τις σεμνοτυφίες», είπε η Λία αγανακτισμένη. «Δεν είμαι τυφλή και οποιαδήποτε γυναίκα που
τιμάει το φύλο της θα σε έβρισκε σέξι».
Η φωνή του Σεθ σκλήρυνε. «Αυτό είναι ευχάριστο, αλλά απέχει πολύ από την αλήθεια. Μεταξύ
μας συμβαίνει κάτι που δε μου έχει ξανασυμβεί –όχι έτσι τουλάχιστον. Πρώτη φορά βλέπω κάποια
να μπαίνει σε μια αίθουσα γεμάτη κόσμο και νιώθω ότι πρέπει να την κάνω δική μου. Πίστεψέ με».
Το παράδοξο ήταν ότι η Λία δεν είχε λόγο να μην τον πιστέψει. «Ούτε και σ’ εμένα έχει
ξανασυμβεί», του είπε με φωνή που έτρεμε.
Με μια ευγένεια που την αφόπλισε, ο Σεθ χάιδεψε το μάγουλό της με το δάχτυλό του. «Σ’
ευχαριστώ για την ειλικρίνεια».
«Τότε επίτρεψέ μου να συνεχίσω να είμαι ειλικρινής», είπε σε αυστηρό τόνο η Λία, αν και το μόνο
που λαχταρούσε ήταν να γείρει στον ώμο του και να τον αφήσει να την κρατήσει στην αγκαλιά του.
«Δε συνηθίζω να πέφτω στο κρεβάτι με αγνώστους».
«Ούτε εγώ», είπε ο Σεθ. «Οπότε γιατί δεν ξεκινάμε λέγοντάς μου το όνομά σου;»
Η Λία είχε πάει σ’ αυτόν το χορό αναζητώντας την ανωνυμία. Και, από κάποιο βαθύτερο ένστικτο,
σκόπευε να παραμείνει ανώνυμη. «Μπορώ να σου πω ένα ψεύτικο όνομα», απάντησε, τινάζοντας το
κεφάλι της. «Ή και κανένα. Εσύ αποφασίζεις».
Εκείνος της πήρε το ποτήρι απ’ το χέρι και το άφησε στο τραπέζι όπου είχε ακουμπήσει το καπέλο
του. «Γιατί είσαι τόσο αινιγματική;»
«Έχω τους λόγους μου».
Ο Σεθ στένεψε τα μάτια του. «Είσαι κάποια που θα ’πρεπε να γνωρίζω;»
Δεν έμοιαζε με τύπο που θα πήγαινε σε συναυλίες για να ακούσει Μπετόβεν. Ήταν μάλλον για
μπαράκια με τζαζ μουσική, πνιγμένα στον καπνό. «Αμφιβάλλω», του απάντησε.
«Αν κοιμηθούμε απόψε μαζί κι αυτό ακριβώς είναι που σκεφτόμαστε, πρέπει να ξέρω ποια είσαι».
Είχε δίκιο, σκέφτηκε με τρόμο η Λία, σκεφτόταν να κοιμηθεί μαζί του απόψε. Μα, είχε τρελαθεί;
«Αν επιμένεις να μάθεις τ’ όνομά μου», του είπε, «τότε το θέμα έληξε».
«Έχεις μπλεξίματα με το νόμο;»
«Όχι!»
«Αν δεν είσαι ούτε διάσημη ούτε καταζητούμενη, θα μπορούσες να μου πεις ένα ψεύτικο όνομα
και να μην το καταλάβω».
«Απεχθάνομαι τα ψέματα».
«Σ’ αρέσει να κερδίζεις».
Η Λία γέλασε, με ένα γέλιο βαθύ και ζεστό. «Ναι, φυσικά. Είναι πρόβλημα;»
«Κι εμένα μ’ αρέσει να κερδίζω», είπε ο Σεθ.
«Τότε, όσον αφορά το όνομά μου, θα σε ωφελήσει μια καινούρια εμπειρία. Πού και πού πρέπει να
διευρύνουμε τους ορίζοντές μας, κύριε Τάλμποτ».
«Το όνομά μου είναι Σεθ. Και ίσως να μην το πιστεύεις, αλλά έχω γνωρίσει αρκετές ήττες στη ζωή
μου».
Το χαμόγελο της Λία έσβησε. Για άλλη μια φορά τον πίστεψε αμέσως και απόλυτα. «Λυπάμαι γι’
αυτό», του είπε.
«Πραγματικά λυπάσαι, έτσι;» ρώτησε ο Σεθ μ’ έναν τόνο περιέργειας στη φωνή του. «Αρχίζεις να
μου εξάπτεις το ενδιαφέρον. Πρόκειται μήπως για κάτι περισσότερο από πόθο;»
Η Λία ένιωσε πάλι την καρδιά της να φτερουγίζει από πανικό. «Ένας ληστής και να προσέξει ποτέ
κάτι τόσο εφήμερο όσο μια πεταλούδα, θα το λιώσει καταγής».
«Τι θα ’λεγες για τη δική μου εκδοχή; Ένας ληστής προσέχει κάτι τόσο όμορφο που θέλει να το
απολαύσει», αντιγύρισε ο Σεθ.
«Αλλά μετά πρέπει να το αφήσει να πετάξει». Η Λία άκουσε στη φωνή της κάτι από τη σκληρότητα
που είχε νωρίτερα η δική του.
Για μια στιγμή ο Σεθ έμεινε σιωπηλός, κοιτάζοντάς τη στο πρόσωπο. Ύστερα, μ’ έναν τρόπο τόσο
απότομο που την ξάφνιασε, έβγαλε τη μάσκα του και την πέταξε κάτω. Τα μάτια του ήταν
βαθουλωτά, το χρώμα τους εντυπωσιακό, βαθύ πράσινο με κεχριμπαρένιες σπίθες. Τα ζυγωματικά
του ήταν έντονα και για πρώτη φορά η Λία αντίκρισε την απόλυτη δύναμη ενός προσώπου που ήταν
υπερβολικά τραχύ για να χαρακτηριστεί αντικειμενικά όμορφο και παράλληλα οι γραμμές του ήταν
πολύ δυνατές για να μη χαρακτηριστεί επιβλητικό. Κατάπιε με δυσκολία και είπε το πρώτο πράγμα
που της κατέβηκε στο μυαλό. «Είναι τρέλα ακόμα και που το σκέφτομαι να πέσω στο κρεβάτι μαζί
σου... Και είμαι εντελώς νηφάλια, οπότε δεν μπορώ να το αποδώσω στη σαμπάνια».
«Δεν έχει καμιά σχέση με τη σαμπάνια», είπε απαλά ο Σεθ. «Βγάλε τη μάσκα σου».
«Όχι», απάντησε η Λία. «Αν πάμε στο κρεβάτι μαζί, πρέπει να μου υποσχεθείς ότι δεν πρόκειται ν’
αγγίξεις τη μάσκα μου. Ποτέ δε θα μάθεις ποια είμαι. Αυτό θέλω, αυτοί είναι οι όροι του παιχνιδιού.
Αν δε συμφωνείς, τότε φεύγω αμέσως. Κι αν προσπαθήσεις να με σταματήσεις, θα σηκώσω τον
κόσμο απ’ τις φωνές».
«Δηλαδή, το σχέδιο μάχης καταστρώθηκε... Θα μπορούσα να σου αλλάξω γνώμη, ξέρεις».
«Αλλά δε θα προσπαθήσεις. Όχι, αν με σέβεσαι όσο θα ’πρεπε».
Παραδόξως, ο Σεθ άρχισε να γελάει τρανταχτά. Έπειτα κοίταξε τη Λία κατάματα. «Νομίζω πως η
ζωή μου ήταν πολύ πληκτική και προβλέψιμη μέχρι τώρα. Τόσο στο κρεβάτι όσο κι έξω απ’ αυτό.
Θα σου πω κάτι. Δεν είσαι πληκτική κι ούτε κατά διάνοια προβλέψιμη».
Αυτό δεν έγραφαν πάντα στις κριτικές της; Η Λία ντ’ Άντζελι δεν παίζει ποτέ εκ του ασφαλούς.
Ποτέ δεν ακολουθεί την πεπατημένη. Ρισκάρει τα πάντα για να φτάσει στην ψυχή της μουσικής.
Εννιά φορές στις δέκα το ρίσκο τής έβγαινε σε καλό. Απόψε, όμως, θα συνέβαινε κάτι ανάλογο με
τον Σεθ Τάλμποτ; Ή θα ήταν το δέκατο κοντσέρτο της, αυτό που οι κριτικοί επέκριναν χαιρέκακα;
Η Λία δεν μπορούσε να ξέρει.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2
Η ορχήστρα είχε αρχίσει να παίζει ένα ταγκό, το χορό που συμβόλιζε τη μάχη των δύο φύλων. «Δε
φαίνεσαι άνθρωπος που ζει μια πληκτική ζωή», είπε η Λία, κοιτάζοντας τον Σεθ στα μάτια.
«Τα φαινόμενα απατούν, όμορφη πεταλούδα», απάντησε εκείνος με μια νότα πικρίας.
Ώστε πραγματικά είχε γνωρίσει τη θλίψη αυτός ο ψηλός άγνωστος με το μαύρο μανδύα. Για
κάποιο λόγο αυτό έκανε τη Λία ακόμη πιο αποφασιστική. «Συμφωνείς με τους όρους μου, Σεθ
Τάλμποτ;» τον ρώτησε, υψώνοντας το παράστημά της. «Θα παραμείνω ανώνυμη και η μάσκα δεν
πρόκειται να βγει».
Ο Σεθ την πλησίασε, έκλεισε το πρόσωπό της στις παλάμες του και τη φίλησε. Εκείνο το φιλί είχε
τα πάντα: την έλξη του ενός προς τον άλλον, τον ακατανίκητο πόθο, τη διάλυση κάθε άμυνάς της.
Οι κινήσεις του ήταν γεμάτες σιγουριά, η γλώσσα του ξεσήκωνε τις αισθήσεις της. Τα δόντια του
χάιδευαν τα χείλη της σαν γλώσσες φωτιάς. Χωρίς δισταγμό η Λία ανταποκρίθηκε με την ίδια ζέση,
κίνηση στην κίνηση, φλόγα στη φλόγα.
Ο Σεθ τραβήχτηκε πίσω αργά. Το πράσινο των ματιών του είχε σκουρύνει, σαν δάσος στο φως του
ήλιου που βασίλευε. «Θα συμφωνούσα με οτιδήποτε προκειμένου να σε έχω στο κρεβάτι μου», της
είπε κομπιάζοντας και η βαθιά του ανάσα χάιδεψε τα μάγουλά της. «Δε μ’ αρέσουν οι όροι σου –δε
μ’ αρέσουν καθόλου. Αλλά τους δέχομαι και υπόσχομαι να μην τους παραβώ».
Η Λία αναστέναξε. «Ωραία», είπε, χαμογελώντας αμυδρά. «Μπορούμε να μείνουμε εδώ, να
χορέψουμε, να φάμε, να πιούμε και να κουβεντιάσουμε. Ή να κάνουμε αυτό που θέλουμε και οι δυο
–να πάμε κάπου όπου θα είμαστε μόνοι».
«Μ’ αρέσει το στυλ σου», είπε ο Σεθ.
«Η ζωή είναι μικρή», απάντησε εκείνη, νιώθοντας την καρδιά της να βροντοχτυπάει στο στήθος
της, «και πιστεύω ότι πρέπει να τη ζεις στα όριά της». Ξαφνικά έβαλε τα γέλια. «Δε θα ’θελα να
ζήσω ποτέ μέσα σ’ ένα κουκούλι».
«Έχω κρατήσει μια σουίτα σ’ αυτό το ξενοδοχείο», είπε απότομα ο Σεθ. «Πάμε».
Η Λία πετάρισε τις βλεφαρίδες της. Μια σουίτα εκεί κόστιζε όσα έβγαζε εκείνη σ’ ένα μήνα. Ώστε
ήταν πλούσιος ο τύπος. «Αναρωτιόμουν συχνά πώς είναι να μένει κανείς σε μια τέτοια σουίτα», είπε
ανάλαφρα. «Να που τώρα θα μάθω».
«Δηλαδή δεν είσαι από τις πλούσιες δεσποινίδες που χαζολογούν στο Παρίσι αυτή την εποχή,
περιμένοντας ν’ ανοίξουν τη βίλα τους στη Ριβιέρα;»
Η Λία βρήκε την εικόνα διασκεδαστική. «Εργάζομαι σκληρά για να κερδίζω τα προς το ζην», είπε
αστόχαστα, «και δε μου ταιριάζει καθόλου να χαζολογάω».
«Και πώς ακριβώς κερδίζεις τα προς το ζην;» της πέταξε ο Σεθ.
Εκείνη σήκωσε το χέρι της, χάιδεψε με το δάχτυλό της τα αισθησιακά του χείλη και με μια μικρή
γεύση ικανοποίησης ένιωσε το πιγούνι του να σφίγγεται. «Δε νομίζω ότι αυτό που μας ενδιαφέρει
πραγματικά είναι να συζητήσουμε για τις ασχολίες μας», είπε. «Κερδίζω τίμια τα χρήματά μου, είμαι
φοβερά φιλόδοξη και σου εγγυώμαι ότι σε δέκα χρόνια θα έχεις ακούσει πολλά για μένα. Μόνο αυτά
μπορώ να σου πω. Εκτός...» Η Λία χαμογέλασε άδολα. «...αν δε θέλεις πια να με ξελογιάσεις».
«Όχι, δεν άλλαξα γνώμη», είπε ο Σεθ. Έσκυψε και σφράγισε τα χείλη της μ’ ένα φιλί, φλογερό
αλλά και σύντομο. «Πάμε τώρα;» ρώτησε με μια ηρεμία που όμως διέψευδαν οι σπίθες του πόθου
στα μάτια του.
Της πρόσφερε το μπράτσο του και η Λία ακούμπησε το χέρι της στον καρπό του, με τα ντελικάτα
χρώματα των φτερών της να θαμπώνουν από το μαύρο του μανδύα του. Άλλο ένα ρίγος φόβου τη
διαπέρασε. Με το κεφάλι ψηλά τον άφησε να την οδηγήσει ανάμεσα στους μεταμφιεσμένους,
ξέροντας κατά βάθος ότι αυτό ήταν το μεγαλύτερο ρίσκο που έπαιρνε στη ζωή της. Το βιολί ήταν
γνώριμο έδαφος, οικείο, που το αγαπούσε με πάθος και, μερικές φορές, το μισούσε με το ίδιο πάθος.
Σε ζητήματα καρδιάς, όμως, είχε μεσάνυχτα.
Σε αντίθεση με τον Σεθ Τάλμποτ. Ήταν σίγουρη γι’ αυτό.
Προσπέρασαν τον πορτιέρη, που ήταν απασχολημένος με τις προσκλήσεις. Ο υπάλληλος του
ασανσέρ πάτησε το κουμπί χωρίς ο Σεθ να πει λέξη. Άρα ήταν γνωστός εκεί, σκέφτηκε η Λία και τα
νεύρα της τεντώθηκαν ακόμα περισσότερο.
Το ασανσέρ σταμάτησε στον τελευταίο όροφο. Οι μπρούντζινες πόρτες έκλεισαν πίσω τους απαλά.
Ο Σεθ την έπιασε απ’ το χέρι, προχώρησαν στον ψηλοτάβανο διάδρομο και σταμάτησαν μπροστά σε
δυο κρεμ πόρτες με χρυσά διακοσμητικά. Τις άνοιξε και της έκανε νόημα να περάσει, όμως τα πόδια
της αρνούνταν να την υπακούσουν. «Δεν ξέρω τίποτα για σένα», είπε βραχνά.
«Ξέρεις τι συμβαίνει μεταξύ μας, τι άλλο θέλεις;» είπε ο Σεθ.
Εκείνη έσμιξε τα φρύδια της. «Είσαι δεκαπέντε πόντους ψηλότερος από μένα, σίγουρα θα ζυγίζεις
καμιά τριανταριά κιλά παραπάνω κι αν δεν έχεις ήδη μαύρη ζώνη στο καράτε, δε θα δυσκολευόσουν
ιδιαίτερα να την αποκτήσεις».
Ο Σεθ αναστέναξε. «Ποτέ στη ζωή μου δεν έχω λιώσει πεταλούδα και δε σκοπεύω να αρχίσω μαζί
σου».
«Κι εγώ πρέπει να σε πιστέψω; Έτσι απλά;»
«Δεν ξέρω τι συμβαίνει μεταξύ μας», είπε τραχιά ο Σεθ, «αλλά σίγουρα δεν είναι συμπτωματικό,
γι’ αυτό είμαι βέβαιος. Δε θα ξεγυμνώσουμε ο ένας τον άλλο μόνο με το συνηθισμένο τρόπο, μικρή
μου πεταλούδα. Οπότε δεν είναι απλώς ζήτημα σαγήνης, αλλά και εμπιστοσύνης. Νόμιζα ότι το
είχες καταλάβει».
«Δεν το είχα καταλάβει», είπε η Λία, με μάτια που έκαιγαν πίσω από τη μάσκα. «Η εμπιστοσύνη
είναι μεγάλη κουβέντα».
«Δεν πιέζω τις γυναίκες, δεν είναι του γούστου μου», πρόσθεσε έντονα ο Σεθ. «Εκτός αυτού,
υπάρχει τουλάχιστον ένα τηλέφωνο σε κάθε δωμάτιο. Το μόνο που χρειάζεται είναι να το σηκώσεις
και να συνδεθείς με τη ρεσεψιόν. Εδώ είσαι πιο ασφαλής από οπουδήποτε αλλού στο Παρίσι,
πίστεψέ με».
Δεν επρόκειτο να του ζητήσει συγνώμη για την έντασή της. Ανέβα στη σκηνή, κορίτσι μου,
σκέφτηκε εκνευρισμένη η Λία και τον προσπέρασε, μπαίνοντας στη σουίτα του.
Το θέαμα της έκοψε την ανάσα. Το βλέμμα της ταξίδεψε από το ένα δωμάτιο στο άλλο,
σταματώντας στους κομψούς χρυσούς πολυελαίους, στα πλούσια, πολυτελή μπροκάρ και στα
πυκνά βελούδα. Το ξύλινο πάτωμα ήταν καλυμμένο με χειροποίητα χαλιά-αντίκες. «Έχει και
βεράντα», ψιθύρισε.
«Με υπέροχη θέα στον Πύργο του Άιφελ», αποκρίθηκε ο Σεθ σε επίσημο τόνο. «Θέλεις να τον
δεις;»
Όλες οι αμφιβολίες της Λία εξανεμίστηκαν. Γύρισε και τον κοίταξε. «Αργότερα. Ίσως», είπε.
Έπειτα σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της και τον φίλησε με πάθος, αλλά με παντελή έλλειψη
τεχνικής.
Εκείνος στένεψε τα μάτια του κι έκλεισε το πρόσωπό της στις παλάμες του. «Πες μου κάτι», είπε
συγκρατημένα. «Δεν είσαι παρθένα, έτσι;»
Εκείνη έγνεψε αρνητικά. «Όχι, φυσικά και δεν είμαι. Αλλά έχω πάει μόνο με έναν άντρα κι αυτό
έγινε πριν από τρία χρόνια. Δεν ένιωθα πόθο, μόνο περιέργεια –και ίσως γι’ αυτό να μη με
συγκίνησε τόσο σωματικά όσο και ψυχικά. Καλά να πάθω».
«Κατάλαβα», είπε ο Σεθ. «Τότε πρέπει να αναπληρώσουμε το χαμένο χρόνο, έτσι δεν είναι;»
Έσκυψε και τη φίλησε στο στόμα, ανοίγοντας τα χείλη της με τη γλώσσα του.
Η Λία γουργούρισε από ηδονή, κόλλησε πάνω του και, με τη χαρακτηριστική της τόλμη, αφέθηκε
στο καινούριο, στο άγνωστο. Καθώς έβαζε τα χέρια της μέσα απ’ το μανδύα του και αγκάλιαζε το
σφιχτό και δυνατό κορμί του, ο Σεθ την τράβηξε πιο κοντά. Τα στήθη της πιέστηκαν στο στέρνο
του. Ο ερεθισμός του ήταν τόσο έντονος και εντυπωσιακός που η Λία ένιωσε ένα ρίγος ωμής
γυναικείας δύναμης.
Το φιλί του έγινε πιο βαθύ, απαιτώντας από κείνη όσα μπορούσε να δώσει. Η Λία συνειδητοποίησε
ότι ήταν έτοιμη να του προσφέρει όλη τη φλογερή δίψα για ζωή που την καθοδηγούσε από τότε που
θυμόταν τον εαυτό της. Η γλώσσα του ήταν καυτή, το σώμα του στιβαρό και αρρενωπό. Χαμένη σε
μια θύελλα αισθήσεων, η Λία βύθισε τα δάχτυλά της στα μαλλιά του και του τράβηξε το κεφάλι
προς τα κάτω. Τα γόνατά της λύγιζαν καθώς το ένα κύμα ηδονής διαδεχόταν μέσα της το άλλο,
κάνοντάς τη να λιώνει.
«Πρέπει να προχωρήσουμε αργά», μουρμούρισε ο Σεθ ανάμεσα στα φιλιά που σκόρπιζε στα
μάγουλά της, στο πιγούνι της, στο λαιμό της. «Δεν πρέπει να βιαστούμε... Πάει πολύς καιρός για
σένα και θέλω να σου δώσω...»
Η απάντησή της ήταν να του τραβήξει το πουκάμισο και να το βγάλει απ’ το παντελόνι του. «Σε
θέλω τώρα, Σεθ. Τώρα», τον ικέτεψε.
Εκείνος πέταξε το μανδύα του στο πάτωμα κι έβγαλε το πουκάμισό του. Η Λία ένιωσε να της
κόβεται η ανάσα. «Είσαι τόσο όμορφος», είπε βραχνά και ακούμπησε για μια στιγμή το μάγουλό της
στο στέρνο του. Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά. Το δέρμα του ανέδιδε το καθαρό άρωμα του
σαπουνιού και την προσωπική μυρωδιά του, τη μυρωδιά ενός ανθρώπου που της ήταν ταυτόχρονα
άγνωστος και γνωστός.
«Πώς βγαίνει το κοστούμι σου;» τη ρώτησε ο Σεθ, μ’ ένα γέλιο που της ήταν ήδη οικείο. «Είναι
σαν να το έχουν ράψει πάνω σου».
Η Λία του γύρισε την πλάτη. «Έχει φερμουάρ», είπε κι έσκυψε το κεφάλι της.
Εκείνος χάραξε με το στόμα του ένα μονοπάτι στον απαλό λαιμό της, απολαμβάνοντάς τον πόντο
πόντο και στέλνοντας ρίγη πόθου σε όλο της το κορμί. Ύστερα κατέβασε το φερμουάρ με μια
κίνηση, αφήνοντας την πλάτη της γυμνή. Η Λία γύρισε πάλι μπροστά. Με μάτια που έκαιγαν, έβγαλε
τα μανίκια και άφησε το κοστούμι να πέσει μέχρι τη μέση της.
«Θεέ μου, τι όμορφη που είσαι», ψιθύρισε ο Σεθ. Το καυτό του βλέμμα έκανε τις θηλές της να
σκληρύνουν. Πήρε τα στήθη της στις παλάμες του, χάιδεψε την αλαβάστρινη σάρκα τους κι έπειτα
έσκυψε για να τα φιλήσει.
Η Λία έβγαλε μια κραυγή, έγειρε αυθόρμητα μπροστά κι έκλεισε τα μάτια της παραδομένη στην
ηδονή. Τα χέρια του Σεθ, αυτά τα υπέροχα, αισθαντικά χέρια, χάιδευαν τις σφιχτές καμπύλες της
κοιλιάς και της μέσης της. Η αναπνοή της έγινε πιο γρήγορη, η φλόγα ανάμεσα στους μηρούς της
δυνάμωνε αβάσταχτα. Σαν να το ήξερε, ο Σεθ την άγγιξε εκεί και η Λία έφτασε στην κορύφωση,
φωνάζοντας το όνομά του με φωνή γεμάτη κατάπληξη και παραίτηση.
Κατέρρευσε πάνω του αποκαμωμένη. «Ποτέ δεν... Αυτό δεν...» μουρμούρισε.
«Δεν τελειώσαμε», είπε εκείνος με πάθος. Τη σήκωσε στην αγκαλιά του, διέσχισε το δωμάτιο και
τη μετέφερε σε μια τεράστια κρεβατοκάμαρα. Την απέθεσε στη μέση του κρεβατιού κι έγειρε πάνω
της, σκορπίζοντας φιλιά στα στήθη και στους ώμους της. Ύστερα κατέβηκε χαμηλότερα και της
τράβηξε το κοστούμι απ’ τους γοφούς.
Η Λία πέταξε τα παπούτσια της κι έβγαλε τη φόρμα, μένοντας ολόγυμνη μπροστά του. Βλέποντας
τον Σεθ να την κοιτάζει με θαυμασμό, ένιωσε να αναδύεται και να ξεδιπλώνεται μέσα της κάτι που
δεν είχε ξανανιώσει ποτέ. «Αυτή είμαι εγώ», του είπε με φωνή που έτρεμε.
«Είσαι τόσο όμορφη. Τόσο γενναιόδωρη και θαρραλέα», απάντησε εκείνος.
Η έκφρασή του την έκανε να θέλει να κλάψει. Μόνο πόθος είναι, σκέφτηκε απελπισμένα. Μόνο
πόθος. «Σεθ», του είπε αποφασιστικά, «πολλά ρούχα φοράς».Το βλέμμα του την έκαιγε σαν φωτιά.
«Βγάλε τη μάσκα σου», της είπε. «Σε παρακαλώ».
Η Λία δάγκωσε το χείλι της, νιώθοντας τις άμυνές της να λυγίζουν στο άκουσμα αυτής της
παθιασμένης ικεσίας από έναν άντρα που, θα έβαζε στοίχημα, σπάνια παρακαλούσε για οτιδήποτε.
«Ήδη σου έδειξα πολλά», είπε. «Έχουμε μια νύχτα, Σεθ, μόνο μια νύχτα. Αλλά μια νύχτα μπορεί να
είναι μια ολόκληρη ζωή, το ξέρεις τόσο καλά όσο κι εγώ».
Δεν μπορούσε να του πει ποια είναι, γιατί ο Σεθ Τάλμποτ είχε τη δύναμη ν’ αλλάξει τη ζωή της.
Ήταν σίγουρη γι’ αυτό.
Από πέντε χρονών, από τότε που κράτησε στα χέρια της το πρώτο της βιολί, η Λία ήταν
προσηλωμένη σε έναν και μοναδικό στόχο: να γίνει μια από τις καλύτερες του κόσμου. Δεν τον είχε
πετύχει ακόμα. Με την ταπεινότητα του γνήσιου καλλιτέχνη ήξερε ότι είχε μπροστά της πολύ δρόμο.
Επίσης, πριν από μία ώρα περίπου είχε ανακαλύψει ότι ένας άντρας ονόματι Σεθ Τάλμποτ μπορούσε
να την εκτροχιάσει εντελώς. Να την αποσπάσει από τις φιλοδοξίες της, τη μελέτη της και τους
πόθους της.
Δεν μπορούσε να επιτρέψει κάτι τέτοιο. Σε κανέναν.
«Θα σου δώσω ό,τι άλλο μου ζητήσεις εκτός από την ταυτότητά μου», του είπε χαμηλόφωνα.
Με μια δυναμική κίνηση εκείνος σηκώθηκε κι έβγαλε τις μπότες και το παντελόνι του. «Ό,τι άλλο
σου ζητήσω;» είπε μέσα απ’ τα δόντια του. «Είσαι σίγουρη;»
«Ναι», απάντησε αποφασιστικά η Λία. «Είμαι».
Το κορμί του με τις αδρές γραμμές και τους καλοσχηματισμένους μυς την υπνώτιζε. Η Λία
γονάτισε στο κρεβάτι και το φως από το ανοιχτό παράθυρο άστραψε στις πούλιες της μάσκας της.
Γέρνοντας μπροστά, πέρασε απαλά τη γλώσσα της πάνω απ’ τη θηλή του και η κοφτή, απότομη
ανάσα του έκανε το αίμα της να πάρει φωτιά. Έπειτα τον έπιασε απ’ τους γοφούς, κλείνοντας τον
ερεθισμό του στην απαλή κοιλάδα ανάμεσα στα στήθη της. Ο Σεθ έριξε το κεφάλι του πίσω,
πιέζοντας το σώμα του στη σάρκα της. Ύστερα, εντελώς ξαφνικά, την ξάπλωσε ανάσκελα κι έπεσε
από πάνω της.
«Το μόνο που μπορώ να σκεφτώ είναι ότι σε θέλω», της είπε με κομμένη ανάσα. Χάιδεψε τα στήθη
και την κοιλιά της με τα χέρια και τη γλώσσα του, έπειτα κατέβηκε χαμηλότερα για να της ανοίξει τα
πόδια. Η Λία ήταν ήδη έτοιμη, ζεστή, υγρή και πρόθυμη.
«Δεν μπορώ να πιστέψω ότι...» άρχισε να λέει, όμως ξέχασε τα πάντα όταν ο Σεθ την οδήγησε ξανά
στην κορύφωση, κάνοντάς τη να ριγεί και να φωνάζει το όνομά του μέσα σε λυγμούς. Αλλά ούτε
τότε σταμάτησε. Η Λία τον ένιωσε να ξαπλώνει ανάμεσα στα πόδια της, να μπαίνει μέσα της κι αυτή
να τον τυλίγει σαν να ήταν φτιαγμένος για κείνη και μόνο.
Οι κινήσεις του ήταν απαλές, το δικό της καλωσόρισμα φλογερό... Η Λία ριγούσε από κάτω του,
εντελώς παραδομένη σ’ ένα ζευγάρωμα που δε θα μπορούσε να του αντισταθεί ακόμα κι αν
επρόκειτο για την ίδια της τη ζωή.
Έπειτα τον άκουσε να φωνάζει κοφτά, είδε το πρόσωπό του να συσπάται και βαθιά μέσα της
ένιωσε την έκρηξη, τη λύτρωσή του, μαζί με τη δική της, που την ώθησε πάνω του σαν κύμα που
σπάζει στα βράχια.
Αποκαμωμένη η Λία τον τράβηξε να ξαπλώσει στο κορμί της. Το μέτωπό του πίεζε τη μάσκα στο
μάγουλό της, όμως η ανάσα του της δρόσιζε το λαιμό. «Δεν έχω ξανανιώσει έτσι», είπε όταν
ξαναβρήκε τη φωνή της.
«Ούτε εγώ», απάντησε ο Σεθ.
Η Λία θα ήθελε πολύ να πει κάποιο αστείο, να πάρει αψήφιστα μια ένωση που είχε ανατρέψει όλα
όσα πίστευε για τον εαυτό της. Όμως ήξερε ότι θα ήταν άσκοπο, γιατί αυτή η ένωση δε γινόταν να
υποβαθμιστεί τόσο εύκολα. «Και για σένα ήταν διαφορετικό;» τον ρώτησε.
«Δεν το κατάλαβες;»
«Δεν είμαι τόσο έμπειρη».
«Αυτό που με χαρακτηρίζει είναι η δυνατότητά μου να διατηρώ πάντα τον έλεγχο», είπε κοφτά ο
Σεθ, κοιτάζοντας τη Λία στα μάτια. «Όμως τώρα τον έχασα. Εντελώς. Μαζί σου».
Τι έπρεπε να του απαντήσει; Η Λία ήταν σίγουρη ότι της έλεγε αλήθεια. Πραγματικά, αυτό ήταν η
εμπιστοσύνη, σκέφτηκε με ένα ρίγος πανικού. Πώς μπορούσε να εμπιστεύεται έναν άντρα που είχε
γνωρίσει μόλις πριν από μία ώρα; Η εμπιστοσύνη ήταν κάτι στο οποίο βασίζονταν οι φιλίες. Όχι οι
έρωτες της μιας βραδιάς. «Κι εγώ το ίδιο», μουρμούρισε. «Τον έχασα, εννοώ».
«Το πρόσεξα», είπε ξερά ο Σεθ.
Εκείνη του χαμογέλασε αμυδρά. «Μήπως πρέπει να είμαστε λιγότερο βιαστικοί την επόμενη
φορά;»
«Μάλλον. Αν έμαθα κάτι σ’ αυτή τη μία ώρα, είναι να μην κάνω προβλέψεις σε σχέση μ’ εσένα.
Είναι μάταιος κόπος».
Ξαφνικά η Λία σοβαρεύτηκε. «Θα έχεις πάει με πολλές... Δεν καταλαβαίνω γιατί μ’ εμένα
διέφερε».
«Δεν αλλάζω τις γυναίκες σαν τα πουκάμισα, δε λειτουργώ έτσι. Ούτε αφήνω καμιά τους να με
πλησιάσει υπερβολικά. Όμως μαζί σου δεν είχα άλλη επιλογή».
Η έκφραση του Σεθ ήταν επιθετική. «Αυτό είναι το τρομακτικό», είπε η Λία, νιώθοντας ξανά να τη
διαπερνά ένα ρίγος. «Ούτε κι εγώ είχα».
«Και τώρα σε θέλω πάλι», είπε εκείνος με ένταση. «Θέλω να εξερευνήσω αργά, πόντο πόντο το
κορμί σου, να μάθω τι σου αρέσει. Να βάλω πάνω σου τη σφραγίδα μου για να μη με ξεχάσεις
ποτέ».
«Σεθ», είπε απαλά η Λία. «Δε θα σε ξεχάσω ποτέ».
Το πρόσωπό του πήρε μια έκφραση απελπισίας. «Ωστόσο, δε μου λες ποια είσαι».
«Ξέρεις για μένα όσα κανένας άλλος!» απάντησε εκείνη με ειλικρίνεια. «Αυτό πρέπει να σου
αρκεί».
«Κατάλαβα», είπε ο Σεθ και της χάιδεψε το γοφό. «Το δέρμα σου είναι τόσο μεταξένιο, τόσο
απαλό...» Έπιασε τη θηλή της με τα δυο του δάχτυλα και την πίεσε απαλά. «Σ’ αρέσει αυτό, ε;»
«Ναι», ψιθύρισε η Λία, δίνοντάς του ένα φιλί. «Μ’ αρέσει».
Χάδι με το χάδι, εκείνος την έφερε κοντά του και η Λία ένιωθε πως κάθε του χάδι ήταν ποτισμένο
με τρυφερότητα και ειλικρινή επιθυμία να την ευχαριστήσει. Για να τον ανταμείψει χάιδεψε το
στέρνο του, τη μέση και τα λαγόνια του, ώσπου τελικά έφτασε στο πιο ευαίσθητο σημείο του
κορμιού του. Είδε τα μάτια του να σκουραίνουν κι άκουσε την ανάσα του να γίνεται πιο γρήγορη.
«Όχι τόσο γρήγορα», της είπε λαχανιασμένος. Τη σήκωσε και την έφερε καθιστή πάνω του,
χαϊδεύοντας τη μέση της, ενώ το παριζιάνικο φεγγάρι την έλουζε στο λευκό του φως.
Η Λία έκλεισε τα μάτια και τύλιξε γύρω του το κορμί της. Ο Σεθ μπήκε μέσα της αργά και πήρε τα
στήθη της στο στόμα του. Συγκλονισμένη από την ηδονή, εκείνη πέρασε τα δάχτυλά της στο ξανθό
τρίχωμα του στέρνου του κι έριξε το κεφάλι της πίσω. Αυτή τη φορά η κορύφωση έφτασε σιγά σιγά,
όπως η ζέστη μιας καλοκαιριάτικης μέρας μαζί με την αυγή. Η καρδιά της χτυπούσε δυνατά στην
παλάμη του. Ο Σεθ της έκανε έρωτα με αργές, μακρόσυρτες κινήσεις που την έφερναν όλο και πιο
κοντά στην έκσταση.
Ενώ η Λία περίμενε τη λύτρωσή του, από τα χείλη της ακούστηκαν οι κραυγές της δικής της.
Καθώς συνέχισε να κινείται πάνω του, ερεθισμένη από το ίδιο της το πάθος, ο Σεθ ανασήκωσε τους
γοφούς του και βούλιαξε μαζί της σ’ εκείνη την άβυσσο που ήταν προανάκρουσμα θανάτου και
ταυτόχρονα η χαρά της αναγέννησης.
Η Λία κατέρρευσε στην αγκαλιά του και η μάσκα της καρφώθηκε στο στέρνο του. Ήθελε να τη
βγάλει, γιατί ήταν άβολη, αλλά και γιατί ήθελε να δει ο Σεθ τα μάτια της που μέσα τους ήξερε ότι
καθρεφτίζονταν όλη η κατάπληξη και η ικανοποίησή της.
Όμως δεν έπρεπε. Είχε και μια ζωή έξω απ’ αυτό το δωμάτιο. Ο έλεγχος αυτής της ζωής θα ξέφευγε
από τα χέρια της αν επέτρεπε στον Σεθ Τάλμποτ να γίνει κομμάτι της. Δε θα μπορούσε ούτε καν να
ξαναπιάσει το βιολί της.
Δε γινόταν να πετάξει στα σκουπίδια τους στόχους της, κόπους και θυσίες δεκαεφτά χρόνων,
εξαιτίας ενός άντρα, επειδή την είχαν μαγέψει τα πράσινα μάτια του με τις χρυσαφιές σπίθες.
«Είσαι καλά;» τη ρώτησε γλυκά ο Σεθ και την έσφιξε απ’ τη μέση με έναν τρόπο πολύ κτητικό.
Η Λία προσπάθησε να βρει τη φωνή της. Να γυρίσει πίσω από έναν κόσμο όπου είχε μεταμορφωθεί
σε μια άγνωστη, σε μια γυναίκα που την ύπαρξή της ούτε καν υποψιαζόταν. «Ναι. Όχι. Πολύ
περίπλοκες ερωτήσεις κάνεις», του είπε.
Εκείνος γέλασε κοφτά. «Με κολακεύεις».
«Πίστεψέ με, δε σε κολακεύω καθόλου».
«Δηλαδή σ’ αρέσει να κάνεις έρωτα μαζί μου».
«Μην ψαρεύεις κομπλιμέντα, Σεθ Τάλμποτ. Το αρέσει ούτε καν πλησιάζει στο πώς με κάνεις να
αισθάνομαι. Αλλά ξέρεις κάτι;»
«Τι;»
«Δεν έφαγα βραδινό, γιατί σκόπευα να φάω στο χορό. Πεινάω».
«Θες φαγητό; Ενώ έχεις εμένα;»
«Ναι», είπε η Λία, γελώντας. «Συγνώμη γι’ αυτό».
Ο Σεθ σηκώθηκε, τραβώντας τη μαζί του. «Υπάρχει μια λαμπρή επινόηση που λέγεται υπηρεσία
δωματίου. Τι θα ήθελες να φας;»
Το χαμόγελό του ζέστανε εκείνα τα απίθανα πράσινα μάτια. Μήπως ήταν τρελή που της φάνηκε ότι
διέκρινε τρυφερότητα πίσω απ’ αυτή τη ζεστασιά; «Κρέπες με θαλασσινά και για επιδόρπιο κάνε
μου έκπληξη», είπε βιαστικά.
«Έγινε», απάντησε ο Σεθ. Έπιασε το τηλέφωνο, είπε κάτι σε άψογα γαλλικά και άφησε το
ακουστικό στη θέση του. Έπειτα σηκώθηκε και τεντώθηκε με αισθησιακή νωχελικότητα.
«Αισθάνομαι υπέροχα», είπε.
«Και δείχνεις ακόμα πιο υπέροχα», σχολίασε μουδιασμένα η Λία. «Δε ρίχνεις κάτι πάνω σου πριν
ανοίξεις την πόρτα;»
«Μη σοκάρουμε το προσωπικό». Ο Σεθ μπήκε στο μπάνιο και λίγα λεπτά αργότερα βγήκε με δυο
άσπρα μπουρνούζια. «Πάρε», είπε, πετώντας το ένα στην αγκαλιά της Λία. Η φωνή του βάθυνε. «Δε
θέλω να βλέπει άλλος την ομορφιά σου».
Θέλω να βάλω τη σφραγίδα μου πάνω σου...
Η Λία δεν άντεχε τόση κτητικότητα. Τότε γιατί ένιωθε μια τσιμπιά ζήλιας και μόνο που σκεφτόταν
τον Σεθ με άλλη;
Για εξήγησέ μας, είπε στον εαυτό της, αλλά ήξερε ότι δεν μπορούσε.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3
Η Λία τράβηξε το μπουρνούζι στα στήθη της, που πάντα πίστευε ότι ήταν πολύ μεγάλα. «Την
ομορφιά μου;» επανέλαβε. «Καλή είμαι, αλλά...»
«Είσαι υπέροχη», είπε κοφτά ο Σεθ.
Εκείνη ένιωσε τα μάγουλά της να κοκκινίζουν κάτω απ’ τη μάσκα και το μεϊκάπ της. «Δεν υπάρχει
λόγος να λογομαχούμε».
«Κανένας απολύτως. Έχω την αίσθηση ότι δεν έχεις ακούσει και πολλά κομπλιμέντα στη ζωή
σου».
Οι γονείς της, προσηλωμένοι στη δική τους καριέρα, είχαν πολύ υψηλά πρότυπα. Της έδιναν
συμβουλές όποτε το έκριναν αναγκαίο, αλλά σπάνια την επαινούσαν. Ο Λάιονελ, με τον οποίο είχε
εκείνη τη σύντομη σχέση, ήταν πολύ εγωκεντρικός για να κάνει κομπλιμέντα. Όσο για τη μουσική
της, οι κριτικοί μόλις πρόσφατα είχαν αρχίσει να την προσέχουν. Κάποιοι έδιναν με το
σταγονόμετρο τους επαίνους τους –και πόσο διψούσε γι’ αυτούς, σκέφτηκε με πίκρα η Λία.
«Ταξιδεύεις», είπε ο Σεθ.
Η Λία επανήλθε απότομα στην πραγματικότητα. Σ’ έναν άνθρωπο που απαιτούσε από κείνη την
αλήθεια, όπως και το βιολί της. «Με αναστάτωσες...» είπε ταραγμένη. «Και όχι μόνο σεξουαλικά».
Είχε σκυμμένο το κεφάλι, έτσι δεν είδε πόσο έντονα την παρατηρούσε ο Σεθ. «Ωραία», της είπε.
«Α, χτυπάνε την πόρτα. Πάω να ανοίξω και γυρίζω αμέσως».
Ο Σεθ επέστρεψε στην κρεβατοκάμαρα, τσουλώντας ένα μαονένιο κυλιόμενο τραπεζάκι
καλυμμένο με λευκό λινό τραπεζομάντιλο. Άνοιξε τα καπάκια με μια θεατρική κίνηση και μέσα σε
δευτερόλεπτα η Λία καθόταν δίπλα του στο κρεβάτι, ισορροπώντας σ’ ένα δίσκο ένα πιάτο Λιμόζ.
Οι κρέπες έδειχναν και μύριζαν υπέροχα. «Μπον απετί», είπε και άρχισε να τρώει με όρεξη.
Ο Σεθ γέμισε το ποτήρι της με φίνο παγωμένο Σαρντονέ. Εκείνη και πάλι δεν πρόσεξε πώς την
παρατηρούσε όσο έτρωγε, απολαμβάνοντας την κάθε μπουκιά. Αφού η Λία μάζεψε με ένα κομμάτι
τραγανή μπαγκέτα και το τελευταίο ίχνος της βελούδινης σος από το πιάτο της, ο Σεθ σήκωσε το
ασημένιο σκέπασμα του δίσκου με τα γλυκά.
Η Λία γούρλωσε τα μάτια της. «Είναι αριστουργήματα! Ω, κοίτα, μικροί τέλειοι κύκνοι γεμισμένοι
με σαντιγί... Θα πάρω έναν».
Δάγκωσε την αφράτη και τραγανή ζύμη. Η κρέμα είχε γεύση Γκραν Μαρνιέ. «Έχω πεθάνει και
είμαι στον παράδεισο», ανακοίνωσε.
«Άρα έχω ανταγωνιστή», είπε ο Σεθ.
Εκείνη γέλασε, του έβαλε λίγη κρέμα στο πιγούνι και την έγλειψε προκλητικά. «Δε γίνεται να έχω
και εσένα και τον κύκνο;»
Ο Σεθ της έδωσε μια τάρτα με κρεμ ανγκλέζ και γλασαρισμένη φράουλα. «Έχεις όρεξη για ζωή,
μικρή μου πεταλούδα».
Η Λία έγλειψε την κρέμα από τα δάχτυλά της. «Η ζωή είναι για να τη γλεντάς», είπε με στόμφο.
«Είσαι... πόσων χρονών, αλήθεια; Είκοσι; Είκοσι ενός; Κι έχεις πάει μόνο με έναν άντρα; Εγώ δε θα
το χαρακτήριζα ακριβώς γλέντι».
«Είμαι είκοσι δύο χρονών κι ενδιαφέρομαι και για άλλα πράγματα εκτός από το σεξ. Ας μη
μαλώνουμε, Σεθ, διασκεδάζω πάρα πολύ».
«Τι είδους πράγματα; Με τι ασχολείσαι όταν δεν πηγαίνεις σε χορούς μεταμφιεσμένων;»
Η αλήθεια ήταν πως η Λία, υποσυνείδητα, περίμενε ότι θα του κινούσε την περιέργεια. «Εγώ δε σε
ρώτησα τι δουλειά κάνεις», του είπε, υψώνοντας το πιγούνι της. «Ούτε κι εσύ να ρωτάς. Μου
υποσχέθηκες να μην κάνεις προσωπικές ερωτήσεις».
«Είμαι ιδιοκτήτης και διευθυντής του Ομίλου Επιχειρήσεων Τάλμποτ. Τον έχεις ακουστά;»
Η Λία μαρμάρωσε. «Της Ταλ-Αιρ;» ρώτησε και ο Σεθ κούνησε το κεφάλι του. «Πετάω συχνά με
την εταιρεία σου. Τα αεροπλάνα είναι στην ώρα τους, τα καθίσματα αναπαυτικά και το προσωπικό
φιλικό».
«Προσπαθούμε», είπε ο Σεθ και ύστερα πρόσθεσε ανάλαφρα: «Δηλαδή ταξιδεύεις πολύ;»
Η Λία μετάνιωσε που του είχε δώσει έστω κι αυτή τη μικρή προσωπική πληροφορία. «Όχι και
τόσο», απάντησε ψυχρά. «Είσαι ιδιοκτήτης και της Ταλ-Όιλ;»
Ο Σεθ ένευσε καταφατικά. «Κι ενός στόλου από τάνκερ και κρουαζιερόπλοια».
«Έτσι εξηγούνται η σουίτα και οι κύκνοι», είπε η Λία, τρώγοντας την τελευταία μπουκιά του
γλυκού της. «Είσαι πολύ πλούσιος», πρόσθεσε σαν να τον κατηγορούσε.
Ο Σεθ δάγκωσε ένα εκλέρ. «Με βελγική σοκολάτα», της είπε. «Θέλεις λίγο;»
Η αλλαγή θέματος την έκανε να σαστίσει, αλλά πιθανόν αυτό να επιδίωκε. «Το Παρίσι είναι για
εραστές, σωστά;» του είπε και ακούμπησε το χέρι της στο δικό του καθώς δάγκωνε την απαλή και
πλούσια σοκολάτα.
«Δηλαδή κάνουμε έρωτα ή πόλεμο;» ρώτησε προκλητικά ο Σεθ.
«Εσύ πες μου».
Ο Σεθ πήρε το δίσκο απ’ την αγκαλιά της, κατέβασε τα πόδια του απ’ το κρεβάτι και την τράβηξε
να σηκωθεί. «Έλα μαζί μου, θέλω να σου δείξω τη βεράντα».
Η Λία κράτησε το χέρι που με τόση οικειότητα είχε εξερευνήσει το σώμα της και προχώρησε
ξυπόλυτη στο χαλί. Εκείνος άνοιξε τις πόρτες και βγήκαν στη βεράντα με τις λουλουδιασμένες
γλάστρες, τον κρύο αέρα της νύχτας και τη μαγεία της πιο ερωτικής πόλης του κόσμου. Πίσω τους
ηχούσε η αδιάκοπη κίνηση της Ρυ ντε Ριβολί. Πέρα από τον Κεραμεικό φαινόταν ο Σηκουάνας. Τα
φώτα του Καρτιέ Λατέν και του Λεζ Ινβαλίντ καθρεφτίζονταν στον ουρανό. Η Λία αναστέναξε.
«Υπέροχο», ψιθύρισε.
«Υπέροχο», συμφώνησε ο Σεθ. Τη γύρισε στην αγκαλιά του και την έσπρωξε στον τοίχο. Το
μπουρνούζι της γλίστρησε απ’ τους ώμους της και το δικό του άνοιξε. Άρχισαν να φιλιούνται με
πάθος. Σάρκα στη σάρκα, φλόγα στη φλόγα, πόθο στον πόθο, ώσπου ο Σεθ τη σήκωσε λες και ήταν
ελαφριά σαν πεταλούδα. Η Λία τύλιξε τα πόδια της στη μέση του και τον βοήθησε να μπει μέσα της,
ενώ η ανάσα της έβγαινε λαχανιασμένα. Δεν πέρασε πολλή ώρα μέχρι να νιώσει το κορμί της να
ανατριχιάζει από την ένταση της κορύφωσης και ο Σεθ την ακολούθησε μ’ ένα βαθύ, μακρόσυρτο
βογκητό.
Η Λία γύρισε αργά στην πραγματικότητα. Ο πέτρινος τοίχος τής έγδερνε την πλάτη. Τα πόδια της
είχαν κρυώσει. «Ακόμα και στο Παρίσι θα μας συλλάμβαναν για προσβολή της δημοσίας αιδούς»,
είπε βραχνά.
«Τότε καλύτερα να πάμε μέσα», είπε ο Σεθ και τη μετέφερε πάλι στην πράσινη και ασημένια χλιδή
της κρεβατοκάμαρας.
«Πρέπει να ξαπλώσω», μουρμούρισε εκείνη με το πρόσωπο κρυμμένο στο στήθος του. Θα
ξεχνούσε ποτέ το άρωμα της επιδερμίδας του; Η δική της είχε ποτιστεί μ’ αυτό. Πραγματικά είχε
αφήσει πάνω της τη σφραγίδα του.
Ο Σεθ την απέθεσε στο κρεβάτι με μια τρυφερότητα που της έφερε δάκρυα στα μάτια. Αν ήταν
ειλικρινής, θα του έλεγε ότι όλο εκείνο το βράδυ έκαναν έρωτα, όχι πόλεμο. Όμως δεν ήθελε καν να
σκεφτεί τη λέξη έρωτας σε σχέση με τον Σεθ. «Κράτα με στην αγκαλιά σου», του είπε με φωνή που
έτρεμε, χωρίς να ξέρει τι ακριβώς ήθελε απ’ αυτόν.
Εκείνος ξάπλωσε δίπλα της, την πήρε στα χέρια του και την έκλεισε στη ζεστασιά του κορμιού του.
Η Λία κούρνιασε στην αγκαλιά του, νιώθοντας την επιθυμία να κάνουν πάλι έρωτα... Σε λίγο,
σκέφτηκε, όταν θα ηρεμούσε η αναπνοή της.
Και αναπάντεχα γρήγορα, όπως συμβαίνει στα μικρά παιδιά, αποκοιμήθηκε.
* * *
Ξύπνησε μες στο σκοτάδι, συνειδητοποιώντας αμέσως πού βρισκόταν. Κάποιος –ποιος άλλος απ’
τον Σεθ;– είχε κλείσει τις βαριές κουρτίνες από δαμασκηνό ύφασμα. Ο χώρος φωτιζόταν μόνο από
το αχνό φωτάκι της νύχτας στο μπάνιο.
Ο Σεθ. Που την είχε μαγέψει ψυχή τε και σώματι.
Ήταν κολλημένος στην πλάτη της, η ανάσα του χάιδευε το γυμνό της ώμο. Η Λία συστράφηκε
στην αγκαλιά του και τα μάτια της προσαρμόστηκαν στο σκοτάδι. Το πρόσωπό του, καθώς
κοιμόταν, ήταν γεμάτο δύναμη και ταυτόχρονα ευάλωτο, μ’ έναν τρόπο που άγγιζε τις πιο
ευαίσθητες χορδές της καρδιάς της. Η Λία γύρισε απ’ την άλλη, καταλαβαίνοντας ότι έπρεπε να
φύγει. Να φύγει μακριά του.
Όσο ήταν ακόμα καιρός.
Μετακινήθηκε όσο πιο προσεκτικά μπορούσε, σήκωσε το χέρι του απ’ τη μέση της και τραβήχτηκε
ως την άκρη του κρεβατιού. Η στολή της ήταν ριγμένη σε μια πολυθρόνα Λουί Κατόρζ, τα
παπούτσια της τακτικά τοποθετημένα πάνω στο χαλί. Η Λία τα είχε πετάξει στο πάτωμα όπως όπως,
πράγμα που σήμαινε ότι ο Σεθ δεν είχε κοιμηθεί το ίδιο γρήγορα.
Ίσως και να την παρατηρούσε όσο κοιμόταν.
Πήρε τα ρούχα της και πήγε στο μπάνιο, πατώντας στα νύχια. Το μεϊκάπ της είχε πασαλειφτεί.
Φόρεσε τη φόρμα και σήκωσε το φερμουάρ. Τα φτερά κρέμονταν άψυχα απ’ τα μανίκια. Το
κοστούμι δεν ήταν πια προκλητικό, ήταν απλώς γελοίο. Πήρε τα παπούτσια της, προχώρησε σαν
γάτα στο ξύλινο πάτωμα κι έφτασε στη μεγάλη δίφυλλη πόρτα που οδηγούσε στην ελευθερία.
Ο μανδύας του Σεθ ήταν πεταμένος σ’ ένα κομψό τραπέζι- αντίκα δίπλα στην πόρτα. Νιώθοντας
βαθιά ανακούφιση, η Λία τον άρπαξε και τυλίχτηκε στις μαύρες πτυχές του. Ύστερα, με την καρδιά
της να χτυπάει σαν ταμπούρλο, άνοιξε την πόρτα, γλίστρησε έξω και την ξανάκλεισε όσο πιο
γρήγορα μπορούσε.
Προχώρησε βιαστικά στο διάδρομο προς την κόκκινη πινακίδα με την ένδειξη «Έξοδος». Αφού
φόρεσε τα λεπτεπίλεπτα σανδάλια της, κατέβηκε αρκετούς ορόφους από τη σκάλα κι έφτασε στο
λόμπι. Ο πορτιέρης τής άνοιξε τη γυάλινη πόρτα ευγενικά, ρωτώντας την αν θα ήθελε ένα ταξί.
«Νο, μερσί», είπε η Λία χαμογελώντας αφηρημένα και βγήκε στο δρόμο σαν να ήταν συνηθισμένη
να βγαίνει από πολυτελή ξενοδοχεία τις μικρές ώρες.
Ούτε άμαξα ούτε κολοκύθα, σκέφτηκε αναστατωμένη.
Η Σταχτοπούτα είχε απλώς χορέψει με τον πρίγκιπα. Δεν είχε κάνει έρωτα μαζί του...
Πέρασαν ένα ταξί κι ένα σκούτερ. Η Λία έστριψε σε μια γωνία κι έπειτα κοίταξε πίσω της, ξέροντας
υποσυνείδητα ότι ήταν σημαντικό να καλύψει τα ίχνη της.
Ο μανδύας είχε κουκούλα. Τη φόρεσε κι άρχισε να βαδίζει βιαστικά στους έρημους δρόμους,
ακολουθώντας μια τεθλασμένη πορεία για να φτάσει στο διαμέρισμα του Ματιέ, που είχε φύγει για
μια σειρά συναυλιών. Το κλειδί του ήταν σε μια μικροσκοπική τσέπη στη φόρμα της. Το μεταλλικό
του περίγραμμα στο μηρό της την έκανε να νιώθει τεράστια ανακούφιση.
Τριάντα λεπτά αργότερα η Λία ήταν στο διαμέρισμα. Κοίταξε γύρω της σαν να μην ήξερε πού
ακριβώς βρισκόταν.
Ή αν ήθελε να βρίσκεται εκεί.
Ο Ματιέ ήταν λάτρης του μινιμαλισμού. Άσπροι τοίχοι, μαύρες δερμάτινες πολυθρόνες, τρεις
ασπρόμαυρες φωτογραφίες πάνω από το πανάκριβο ηχοσύστημα. Ένας χώρος εκ διαμέτρου
αντίθετος απ’ την πολυτελή σουίτα του Σεθ.
Ο Σεθ. Δεν έπρεπε να τον σκέφτεται. Στις τέσσερις το απόγευμα είχε πρόβα στη Στοκχόλμη, το
βράδυ κοντσέρτο. Το αεροπλάνο της έφευγε απ’ το Ορλύ νωρίς το πρωί.
Στο μπάνιο η Λία είδε κι έπαθε μέχρι να βγάλει τη μάσκα, που την είχε στερεώσει με κόλλα πάνω
απ’ τα αυτιά. Έπειτα απομάκρυνε και τα τελευταία ίχνη μακιγιάζ από το πρόσωπό της, τράβηξε από
τα μαλλιά της τα τσιμπιδάκια και τα άφησε ελεύθερα. Έβγαλε τη φόρμα της και την έβαλε μαζί με τη
μάσκα και τα παπούτσια στο κουτί που της είχαν δώσει στο κατάστημα. Χθες, πριν φύγει για το
χορό, είχε προνοήσει να πάρει γραμματόσημο, κάτι που τώρα την έκανε να νιώσει πολύ
ικανοποιημένη με τον εαυτό της. Θα ταχυδρομούσε το κουτί καθ’ οδόν προς το αεροδρόμιο.
Επειδή ήθελε να διατηρήσει την ανωνυμία της πάση θυσία, είχε δώσει στο κατάστημα με τα
κοστούμια ψεύτικο όνομα.
Έτσι θα ήταν ασφαλής όταν ο Σεθ θα προσπαθούσε να τη βρει –γιατί ήταν σίγουρη ότι θα το έκανε.
Δεν είχε γίνει μεγιστάνας των επιχειρήσεων μένοντας με τα χέρια σταυρωμένα και περιμένοντας να
του πέσουν όλα απ’ τον ουρανό.
Πάλι τον σκεφτόταν! Και είχε ορκιστεί να μην το κάνει. Ξέροντας πως έπρεπε να βιαστεί,
προχώρησε γυμνή προς το μπάνιο. Στον καθρέφτη είδε μια γυναίκα που δεν αναγνώριζε πλέον. Τα
χαρακτηριστικά της ήταν τα ίδια –στιλπνά μαύρα μαλλιά και σκούρα καστανά μάτια, κληρονομιά
του Ιταλού πατέρα της. Τα έντονα ζυγωματικά, τα τοξωτά φρύδια και το ψηλό, λυγερό κορμί ήταν
δώρο της Νορβηγίδας μητέρας της.
Όλα τα υπόλοιπα ήταν που είχαν αλλάξει.
Ανίκανη να αντισταθεί στον πειρασμό, η Λία σήκωσε το χέρι της και μύρισε το αδιόρατο άρωμα
του Σεθ. Νιώθοντας τον πόνο να την πλημμυρίζει, έκλεισε τα μάτια κι έφερε στο μυαλό της την
εικόνα του. Θυμήθηκε τις γραμμές του σώματός του, την αναστάτωση στα πράσινα μάτια του όταν
έφτανε στην κορύφωση.
Την είχε κατακτήσει. Όχι μόνο το κορμί της, αλλά και την ψυχή της.
Δαγκώνοντας το χείλι της, η Λία άνοιξε το ντους, μπήκε στην μπανιέρα και πήρε το σαπούνι. Αν
έβγαζε τον Σεθ απ’ το πετσί της, σίγουρα θα τον έβγαζε κι από τη μνήμη της.
Ένας άντρας ήταν. Απλώς ένας άντρας. Δε θα τον ξανάβλεπε ποτέ.
Δεν είχε φροντίσει γι’ αυτό με κάθε τρόπο;
* * *
Μισοκοιμισμένος ακόμα, ο Σεθ άπλωσε το χέρι για ν’ αγγίξει την πεταλούδα-ερωμένη του. Είχε
κοιμηθεί κρατώντας τη στην αγκαλιά του, με την επιθυμία να ξυπνήσει μ’ εκείνη στο πλάι του. Στο
φως της μέρας θα ανακάλυπτε ποια ήταν. Θα την έκανε να καταλάβει, όπως καταλάβαινε κι ο ίδιος,
ότι δε γινόταν να χωρίσουν οι δρόμοι τους...
Αλλά πού ήταν;
Τα μάτια του άνοιξαν. Το πρωινό φως έλαμπε μέσα από τα ανοίγματα στις κουρτίνες. Και στο
κρεβάτι ήταν ολομόναχος.
Το κοστούμι της έλειπε.
Ο Σεθ στηρίχτηκε στον αγκώνα του και αφουγκράστηκε, αλλά το μόνο που άκουσε ήταν το
απόμακρο βουητό της πόλης. Σηκώθηκε απ’ το κρεβάτι βιαστικά. Τα παπούτσια της έλειπαν κι αυτά.
Ολόγυμνος και με την καρδιά του σαν ένα κομμάτι πάγο, πήγε να δει στο μπάνιο. Το πρόσωπό του
τον κοιτούσε ανέκφραστο μέσα απ’ τον καθρέφτη. Ξαναβγήκε. Το σαλόνι ήταν άδειο. Ο μανδύας
του έλειπε απ’ το τραπέζι δίπλα στην πόρτα.
Πνίγοντας την περηφάνια του, έψαξε κάθε επιφάνεια της σουίτας για κάποιο σημείωμα, αλλά δε
βρήκε κανένα.
Η πεταλούδα είχε πετάξει. Χωρίς ν’ αφήσει ίχνη.
Κατάπληκτος ο Σεθ γύρισε στην κρεβατοκάμαρα και κάθισε βαριά στο κρεβάτι. Το κυλιόμενο
τραπεζάκι ήταν ακόμα εκεί, όμως τα γλυκά που είχαν απομείνει δεν έδειχναν πια προκλητικά.
Θυμήθηκε την άγνωστη ερωμένη του να τα απολαμβάνει, έπειτα να γλείφει την κρέμα από το
πιγούνι του με το φιλήδονο στόμα της... Βόγκηξε κι έκρυψε το πρόσωπό του στις παλάμες του. Πώς
είχε αποκοιμηθεί σαν ανόητος; Πώς την είχε αφήσει να του το σκάσει;
Δεν ήξερε τίποτα γι’ αυτήν. Ούτε το όνομά της, ούτε τι δουλειά έκανε, ούτε καν πώς ήταν το
πρόσωπό της κάτω από εκείνη τη μάσκα.
Τη μάσκα που είχε αρνηθεί να βγάλει.
Δεν μπορούσε να την κατηγορήσει. Έκανε ό,τι ακριβώς είχαν συμφωνήσει. Θα του δινόταν για μια
νύχτα και μετά θα εξαφανιζόταν.
Σαν να της ήταν εντελώς αδιάφορος.
Ο Σεθ έσφιξε το μέτωπό του, συνειδητοποιώντας το τεράστιο λάθος που είχε κάνει από εγωισμό
και αλαζονεία. Ήταν σίγουρος ότι μπορούσε να την κάνει ν’ αλλάξει γνώμη. Ότι αργά ή γρήγορα θα
έβγαζε τη μάσκα και θα του έλεγε τ’ όνομά της.
Δεν είχε καταφέρει ούτε το ένα ούτε το άλλο. Αντιθέτως, εκείνη περίμενε μέχρι να τον πάρει ο
ύπνος για να το σκάσει.
Πώς τον είχε παρατήσει έτσι, λες κι αυτό που είχε συμβεί ανάμεσά τους ήταν εξίσου ασήμαντο με
μια παρτίδα χαρτιά ή ένα ποτό στο μπαρ;
Ο Σεθ σηκώθηκε, πήγε στο παράθυρο και τράβηξε τις κουρτίνες. Η λάμψη του ήλιου τον έκανε να
μορφάσει. Στο βάθος του ορίζοντα ο Πύργος του Άιφελ άστραφτε σαν βελόνα στο φως.
Εντάξει, σκέφτηκε και με μια μικρή δόση χιούμορ παραδέχτηκε ότι γινόταν γελοίος. Είχε φύγει.
Και λοιπόν; Μια γυναίκα ήταν. Απλώς μια γυναίκα. Ο κόσμος ήταν γεμάτος γυναίκες και ποτέ δεν
είχε πρόβλημα να βρει κάποια να ζεστάνει το κρεβάτι του.
Αλλά καμιά τους δεν τον είχε αγγίξει ποτέ έτσι, στην καρδιά και στην ψυχή, όπως τον άγγιξε εκείνη
το προηγούμενο βράδυ.
Ποτέ δεν τους το επέτρεπε. Όμως από τη στιγμή που είδε τη γυναίκα με το τιρκουάζ κοστούμι
ήξερε πως δε γινόταν αλλιώς. Μ’ έναν τρόπο που ο Σεθ δεν μπορούσε να εξηγήσει, αυτή η άγνωστη
είχε διαπεράσει όλες του τις άμυνες.
Και τώρα είχε φύγει. Αφήνοντάς τον πιο μόνο από ποτέ.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4
Ο Σεθ χτύπησε το χέρι του στο κούφωμα του παραθύρου κι ο ξαφνικός πόνος τον έκανε να
συνέλθει. Θα έκανε ένα ντους και θα ντυνόταν. Έπειτα θα σήκωνε το τηλέφωνο και θα έβαζε να
βρουν τη μυστηριώδη ερωμένη του.
Κάποιο ίχνος θα είχε αφήσει. Όλοι άφηναν.
Θα την έβρισκε. Αργά ή γρήγορα. Και μπορούσε να πληρώσει για το «γρήγορα». Και τότε θα της
έλεγε τι ακριβώς σκεφτόταν γι’ αυτήν, που είχε ξεγλιστρήσει μες στο σκοτάδι σαν κλέφτης.
Ξαφνικά σκέφτηκε κάτι που τον ταρακούνησε. Προφυλακτικό. Δεν είχε χρησιμοποιήσει. Ούτε που
το είχε σκεφτεί.
Είχε καταπατήσει έναν από τους βασικούς κανόνες του.
Πόσες φορές είχαν κάνει έρωτα; Τρεις; Και ούτε μια φορά δεν του πέρασε απ’ το μυαλό να βγάλει
το πακέτο που είχε στο χαρτοφύλακά του.
Ούτε εκείνη είχε αναφέρει κάτι για προφύλαξη. Ίσως να έπαιρνε αντισυλληπτικά. Οι περισσότερες
έπαιρναν. Θεωρούνταν δεδομένο.
Όμως εκείνη είχε να πάει με άντρα τρία χρόνια. Γιατί να έπαιρνε το χάπι;
Ήταν έξυπνη γυναίκα, πολύ έξυπνη για να κάνει έρωτα με έναν άγνωστο χωρίς να πάρει τα μέτρα
της.
Ο Σεθ θεωρούσε τον εαυτό του ευφυέστερο από το μέσο όρο. Κι όμως, το περασμένο βράδυ
σκεφτόταν με τις ορμόνες του, όχι με το μυαλό του. Γιατί όχι κι εκείνη;
Χτύπησε πάλι τη γροθιά του στο παράθυρο, προσπαθώντας απελπισμένα να βάλει σε τάξη τις
σκέψεις του. Το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να εύχεται να μην την είχε αφήσει έγκυο. Από
τότε που είχε μεγαλώσει αρκετά ώστε να το σκεφτεί, είχε αποφασίσει να μην κάνει ποτέ του παιδί.
Οι γονείς του τον είχαν απαλλάξει από τη συγκεκριμένη επιθυμία εδώ και χρόνια.
Μαζί με πολλά άλλα.
Αλλά τώρα δεν ήταν ώρα να σκέφτεται τους γονείς του. Όχι στις εφτά το πρωί, με λιγότερες από
τέσσερις ώρες ύπνο. Ο Σεθ έκανε ένα ντους και φόρεσε ένα κοστούμι με λεπτές ρίγες κι ένα γαλάζιο
πουκάμισο ραμμένο κατόπιν παραγγελίας. Συμπλήρωσε την εμφάνισή του με μια μεταξωτή γραβάτα
και τα ιταλικά, δερμάτινα παπούτσια του, που χάρη στο προσωπικό του ξενοδοχείου έλαμπαν σαν
καθρέφτης.
Δεν ήταν πια ντυμένος σαν ληστής, ωστόσο συνέχιζε να αισθάνεται έτσι. Σήκωσε το τηλέφωνο κι
έπιασε δουλειά.
Είκοσι λεπτά αργότερα είχε μιλήσει στον υπάλληλο της υποδοχής, τον πορτιέρη και το διευθυντή,
αλλά κανένας δεν του είχε προσφέρει την παραμικρή βοήθεια. Ύστερα είχε επικοινωνήσει με έναν
ιδιωτικό ερευνητή, αναθέτοντάς του να ψάξει ταξί, λεωφορεία και μετρό, να τηλεφωνήσει σε κάθε
κατάστημα της πόλης που νοίκιαζε κοστούμια για μεταμφιέσεις, να διαδώσει πολύ διακριτικά ότι
αναζητούσε οποιονδήποτε είχε δει μια γυναίκα στους δρόμους του Παρισιού μετά τις τρεις το πρωί,
η οποία φορούσε ένα μαύρο μανδύα πάνω από ένα τιρκουάζ κοστούμι πεταλούδας.
Θα μπορούσε να ανατρέξει ο ίδιος σ’ αυτές τις πηγές, αλλά ήταν πολύ γνωστός και το τελευταίο
που ήθελε ήταν να κινήσει το ενδιαφέρον του Τύπου. Το θέμα ήταν πολύ προσωπικό.
αρλεκιν
αρλεκιν
αρλεκιν
αρλεκιν
αρλεκιν
αρλεκιν
αρλεκιν
αρλεκιν
αρλεκιν
αρλεκιν
αρλεκιν
αρλεκιν
αρλεκιν
αρλεκιν
αρλεκιν
αρλεκιν
αρλεκιν
αρλεκιν
αρλεκιν
αρλεκιν
αρλεκιν
αρλεκιν
αρλεκιν
αρλεκιν
αρλεκιν
αρλεκιν
αρλεκιν
αρλεκιν
αρλεκιν
αρλεκιν
αρλεκιν
αρλεκιν
αρλεκιν
αρλεκιν
αρλεκιν
αρλεκιν
αρλεκιν
αρλεκιν
αρλεκιν
αρλεκιν
αρλεκιν
αρλεκιν
αρλεκιν
αρλεκιν
αρλεκιν
αρλεκιν
αρλεκιν
αρλεκιν
αρλεκιν
αρλεκιν
αρλεκιν
αρλεκιν
αρλεκιν
αρλεκιν
αρλεκιν
αρλεκιν
αρλεκιν
αρλεκιν
αρλεκιν
αρλεκιν
αρλεκιν
αρλεκιν
αρλεκιν
αρλεκιν
αρλεκιν
αρλεκιν
αρλεκιν
αρλεκιν
αρλεκιν
αρλεκιν
αρλεκιν
αρλεκιν
αρλεκιν
αρλεκιν
αρλεκιν
αρλεκιν
αρλεκιν
αρλεκιν
αρλεκιν
αρλεκιν
αρλεκιν
αρλεκιν
αρλεκιν
αρλεκιν
αρλεκιν
αρλεκιν
αρλεκιν
αρλεκιν
αρλεκιν
αρλεκιν
αρλεκιν
αρλεκιν
αρλεκιν
αρλεκιν
αρλεκιν
αρλεκιν
αρλεκιν
αρλεκιν
αρλεκιν
αρλεκιν
αρλεκιν
αρλεκιν
αρλεκιν
αρλεκιν
αρλεκιν
αρλεκιν
αρλεκιν
αρλεκιν
αρλεκιν
αρλεκιν
αρλεκιν
αρλεκιν
αρλεκιν
αρλεκιν
αρλεκιν
αρλεκιν
αρλεκιν
αρλεκιν
αρλεκιν
αρλεκιν
αρλεκιν
αρλεκιν
αρλεκιν
αρλεκιν
αρλεκιν
αρλεκιν
αρλεκιν
αρλεκιν
αρλεκιν
αρλεκιν
αρλεκιν
αρλεκιν
αρλεκιν
αρλεκιν
αρλεκιν
αρλεκιν
αρλεκιν
αρλεκιν
αρλεκιν
αρλεκιν
αρλεκιν
αρλεκιν
αρλεκιν
αρλεκιν
αρλεκιν
αρλεκιν
αρλεκιν
αρλεκιν
αρλεκιν
αρλεκιν
αρλεκιν
αρλεκιν
αρλεκιν
αρλεκιν
αρλεκιν
αρλεκιν
αρλεκιν
αρλεκιν
αρλεκιν
αρλεκιν
αρλεκιν
αρλεκιν
αρλεκιν
αρλεκιν
αρλεκιν
αρλεκιν
αρλεκιν
αρλεκιν
αρλεκιν
αρλεκιν
αρλεκιν
αρλεκιν
αρλεκιν
αρλεκιν
αρλεκιν

More Related Content

What's hot

ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ Β΄ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΕΝΟΤΗΤΑ 9 ΚΑΛΛΙΠΑΤΗΡΑ
ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ Β΄ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΕΝΟΤΗΤΑ 9 ΚΑΛΛΙΠΑΤΗΡΑΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ Β΄ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΕΝΟΤΗΤΑ 9 ΚΑΛΛΙΠΑΤΗΡΑ
ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ Β΄ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΕΝΟΤΗΤΑ 9 ΚΑΛΛΙΠΑΤΗΡΑΚατερίνα Προκοπίου
 
Οδύσσεια 11η ενότητα
Οδύσσεια 11η ενότηταΟδύσσεια 11η ενότητα
Οδύσσεια 11η ενότηταaggpet
 
Μικρός πρίγκιπας - Περίληψη
Μικρός πρίγκιπας - ΠερίληψηΜικρός πρίγκιπας - Περίληψη
Μικρός πρίγκιπας - Περίληψηmarinakar
 
Αρχαία Α΄Γυμνασίου, ενότητα 6
Αρχαία Α΄Γυμνασίου, ενότητα 6 Αρχαία Α΄Γυμνασίου, ενότητα 6
Αρχαία Α΄Γυμνασίου, ενότητα 6 despifor
 
Άλκη Ζέη, Οι αναμνήσεις της Κωνσταντίνας από τη Γερμανία: Σχέδιο μαθήματος - ...
Άλκη Ζέη, Οι αναμνήσεις της Κωνσταντίνας από τη Γερμανία: Σχέδιο μαθήματος - ...Άλκη Ζέη, Οι αναμνήσεις της Κωνσταντίνας από τη Γερμανία: Σχέδιο μαθήματος - ...
Άλκη Ζέη, Οι αναμνήσεις της Κωνσταντίνας από τη Γερμανία: Σχέδιο μαθήματος - ...vserdaki
 
και παλι στο σχολειο αναλυση
και παλι στο σχολειο  αναλυσηκαι παλι στο σχολειο  αναλυση
και παλι στο σχολειο αναλυσηDimitra Stefani
 
κνλ α α (φαντασματα)
κνλ α α (φαντασματα)κνλ α α (φαντασματα)
κνλ α α (φαντασματα)Georgia Sofi
 
ο μικρός πρίγκιπας και η αλεπού
ο μικρός πρίγκιπας και η αλεπούο μικρός πρίγκιπας και η αλεπού
ο μικρός πρίγκιπας και η αλεπούZeta Stavropoulou
 
Το μαύρο κύμα: Διδακτικό σενάριο_Μαριεττή Σταματία
Το μαύρο κύμα: Διδακτικό σενάριο_Μαριεττή ΣταματίαΤο μαύρο κύμα: Διδακτικό σενάριο_Μαριεττή Σταματία
Το μαύρο κύμα: Διδακτικό σενάριο_Μαριεττή ΣταματίαΜεταξούλα Μανικάρου
 
ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΗ ΒΑΡΥΤΟΝΩΝ ΡΗΜΑΤΩΝ ΣΤΗΝ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΗ ΒΑΡΥΤΟΝΩΝ ΡΗΜΑΤΩΝ ΣΤΗΝ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗΥΠΟΤΑΚΤΙΚΗ ΒΑΡΥΤΟΝΩΝ ΡΗΜΑΤΩΝ ΣΤΗΝ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΗ ΒΑΡΥΤΟΝΩΝ ΡΗΜΑΤΩΝ ΣΤΗΝ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗΑγγελα Μπουρτζακη
 
παρομοιώσεις Οδύσσειας
παρομοιώσεις Οδύσσειαςπαρομοιώσεις Οδύσσειας
παρομοιώσεις Οδύσσειαςaggpet
 
διαγωνισμα κειμένων Β ταξη - Ο μπαμπάς δεν ερχόταν
διαγωνισμα κειμένων Β ταξη - Ο μπαμπάς δεν ερχόταν διαγωνισμα κειμένων Β ταξη - Ο μπαμπάς δεν ερχόταν
διαγωνισμα κειμένων Β ταξη - Ο μπαμπάς δεν ερχόταν Ria Papamanoli
 
Νεοελληνική Γλώσσα Α Γυμνασίου - Ενότητα 4
Νεοελληνική Γλώσσα Α Γυμνασίου - Ενότητα 4Νεοελληνική Γλώσσα Α Γυμνασίου - Ενότητα 4
Νεοελληνική Γλώσσα Α Γυμνασίου - Ενότητα 4EVANGELOS LITSOS
 
Φύλλο εργασίας δομημένης μορφής ,Γλώσσα Β Γυμνασίου, Ενότητα 4
Φύλλο εργασίας δομημένης μορφής ,Γλώσσα Β Γυμνασίου, Ενότητα 4Φύλλο εργασίας δομημένης μορφής ,Γλώσσα Β Γυμνασίου, Ενότητα 4
Φύλλο εργασίας δομημένης μορφής ,Γλώσσα Β Γυμνασίου, Ενότητα 4mvourtsian
 
στην εποχη του τσιμεντου και της πολυκατοικιας
στην εποχη του τσιμεντου και της πολυκατοικιαςστην εποχη του τσιμεντου και της πολυκατοικιας
στην εποχη του τσιμεντου και της πολυκατοικιαςZeta Stavropoulou
 
μανιτάρια στην πόλη τεστ
μανιτάρια στην πόλη τεστμανιτάρια στην πόλη τεστ
μανιτάρια στην πόλη τεστStella Karioti
 
ΜΕΤΟΧΗ - ΑΠΑΡΕΜΦΑΤΟ ΚΑΤΑΛΗΞΕΙΣ
ΜΕΤΟΧΗ - ΑΠΑΡΕΜΦΑΤΟ ΚΑΤΑΛΗΞΕΙΣΜΕΤΟΧΗ - ΑΠΑΡΕΜΦΑΤΟ ΚΑΤΑΛΗΞΕΙΣ
ΜΕΤΟΧΗ - ΑΠΑΡΕΜΦΑΤΟ ΚΑΤΑΛΗΞΕΙΣGeorgia Sofi
 
436585142 τα-κοκκινα-λουστρινια-φυλλο-εργασιας-doc
436585142 τα-κοκκινα-λουστρινια-φυλλο-εργασιας-doc436585142 τα-κοκκινα-λουστρινια-φυλλο-εργασιας-doc
436585142 τα-κοκκινα-λουστρινια-φυλλο-εργασιας-docemfietzi
 

What's hot (20)

ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ Β΄ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΕΝΟΤΗΤΑ 9 ΚΑΛΛΙΠΑΤΗΡΑ
ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ Β΄ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΕΝΟΤΗΤΑ 9 ΚΑΛΛΙΠΑΤΗΡΑΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ Β΄ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΕΝΟΤΗΤΑ 9 ΚΑΛΛΙΠΑΤΗΡΑ
ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ Β΄ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΕΝΟΤΗΤΑ 9 ΚΑΛΛΙΠΑΤΗΡΑ
 
"Το μαύρο κύμα» ΛΟΥΙΣ ΣΕΠΟΥΛΒΕΔΑ
"Το μαύρο κύμα» ΛΟΥΙΣ ΣΕΠΟΥΛΒΕΔΑ"Το μαύρο κύμα» ΛΟΥΙΣ ΣΕΠΟΥΛΒΕΔΑ
"Το μαύρο κύμα» ΛΟΥΙΣ ΣΕΠΟΥΛΒΕΔΑ
 
Οδύσσεια 11η ενότητα
Οδύσσεια 11η ενότηταΟδύσσεια 11η ενότητα
Οδύσσεια 11η ενότητα
 
Μικρός πρίγκιπας - Περίληψη
Μικρός πρίγκιπας - ΠερίληψηΜικρός πρίγκιπας - Περίληψη
Μικρός πρίγκιπας - Περίληψη
 
Αρχαία Α΄Γυμνασίου, ενότητα 6
Αρχαία Α΄Γυμνασίου, ενότητα 6 Αρχαία Α΄Γυμνασίου, ενότητα 6
Αρχαία Α΄Γυμνασίου, ενότητα 6
 
Άλκη Ζέη, Οι αναμνήσεις της Κωνσταντίνας από τη Γερμανία: Σχέδιο μαθήματος - ...
Άλκη Ζέη, Οι αναμνήσεις της Κωνσταντίνας από τη Γερμανία: Σχέδιο μαθήματος - ...Άλκη Ζέη, Οι αναμνήσεις της Κωνσταντίνας από τη Γερμανία: Σχέδιο μαθήματος - ...
Άλκη Ζέη, Οι αναμνήσεις της Κωνσταντίνας από τη Γερμανία: Σχέδιο μαθήματος - ...
 
και παλι στο σχολειο αναλυση
και παλι στο σχολειο  αναλυσηκαι παλι στο σχολειο  αναλυση
και παλι στο σχολειο αναλυση
 
κνλ α α (φαντασματα)
κνλ α α (φαντασματα)κνλ α α (φαντασματα)
κνλ α α (φαντασματα)
 
οι περιπέτειες του οδυσσέα περιληπτικα
οι περιπέτειες του οδυσσέα περιληπτικαοι περιπέτειες του οδυσσέα περιληπτικα
οι περιπέτειες του οδυσσέα περιληπτικα
 
ο μικρός πρίγκιπας και η αλεπού
ο μικρός πρίγκιπας και η αλεπούο μικρός πρίγκιπας και η αλεπού
ο μικρός πρίγκιπας και η αλεπού
 
Το μαύρο κύμα: Διδακτικό σενάριο_Μαριεττή Σταματία
Το μαύρο κύμα: Διδακτικό σενάριο_Μαριεττή ΣταματίαΤο μαύρο κύμα: Διδακτικό σενάριο_Μαριεττή Σταματία
Το μαύρο κύμα: Διδακτικό σενάριο_Μαριεττή Σταματία
 
ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΗ ΒΑΡΥΤΟΝΩΝ ΡΗΜΑΤΩΝ ΣΤΗΝ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΗ ΒΑΡΥΤΟΝΩΝ ΡΗΜΑΤΩΝ ΣΤΗΝ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗΥΠΟΤΑΚΤΙΚΗ ΒΑΡΥΤΟΝΩΝ ΡΗΜΑΤΩΝ ΣΤΗΝ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
ΥΠΟΤΑΚΤΙΚΗ ΒΑΡΥΤΟΝΩΝ ΡΗΜΑΤΩΝ ΣΤΗΝ ΕΝΕΡΓΗΤΙΚΗ ΦΩΝΗ
 
παρομοιώσεις Οδύσσειας
παρομοιώσεις Οδύσσειαςπαρομοιώσεις Οδύσσειας
παρομοιώσεις Οδύσσειας
 
διαγωνισμα κειμένων Β ταξη - Ο μπαμπάς δεν ερχόταν
διαγωνισμα κειμένων Β ταξη - Ο μπαμπάς δεν ερχόταν διαγωνισμα κειμένων Β ταξη - Ο μπαμπάς δεν ερχόταν
διαγωνισμα κειμένων Β ταξη - Ο μπαμπάς δεν ερχόταν
 
Νεοελληνική Γλώσσα Α Γυμνασίου - Ενότητα 4
Νεοελληνική Γλώσσα Α Γυμνασίου - Ενότητα 4Νεοελληνική Γλώσσα Α Γυμνασίου - Ενότητα 4
Νεοελληνική Γλώσσα Α Γυμνασίου - Ενότητα 4
 
Φύλλο εργασίας δομημένης μορφής ,Γλώσσα Β Γυμνασίου, Ενότητα 4
Φύλλο εργασίας δομημένης μορφής ,Γλώσσα Β Γυμνασίου, Ενότητα 4Φύλλο εργασίας δομημένης μορφής ,Γλώσσα Β Γυμνασίου, Ενότητα 4
Φύλλο εργασίας δομημένης μορφής ,Γλώσσα Β Γυμνασίου, Ενότητα 4
 
στην εποχη του τσιμεντου και της πολυκατοικιας
στην εποχη του τσιμεντου και της πολυκατοικιαςστην εποχη του τσιμεντου και της πολυκατοικιας
στην εποχη του τσιμεντου και της πολυκατοικιας
 
μανιτάρια στην πόλη τεστ
μανιτάρια στην πόλη τεστμανιτάρια στην πόλη τεστ
μανιτάρια στην πόλη τεστ
 
ΜΕΤΟΧΗ - ΑΠΑΡΕΜΦΑΤΟ ΚΑΤΑΛΗΞΕΙΣ
ΜΕΤΟΧΗ - ΑΠΑΡΕΜΦΑΤΟ ΚΑΤΑΛΗΞΕΙΣΜΕΤΟΧΗ - ΑΠΑΡΕΜΦΑΤΟ ΚΑΤΑΛΗΞΕΙΣ
ΜΕΤΟΧΗ - ΑΠΑΡΕΜΦΑΤΟ ΚΑΤΑΛΗΞΕΙΣ
 
436585142 τα-κοκκινα-λουστρινια-φυλλο-εργασιας-doc
436585142 τα-κοκκινα-λουστρινια-φυλλο-εργασιας-doc436585142 τα-κοκκινα-λουστρινια-φυλλο-εργασιας-doc
436585142 τα-κοκκινα-λουστρινια-φυλλο-εργασιας-doc
 

Similar to αρλεκιν

ΟΜΑΔΑ Β_1
ΟΜΑΔΑ Β_1ΟΜΑΔΑ Β_1
ΟΜΑΔΑ Β_1ANGTSA
 
2017-LANGUAGE 1-EL.pdf
2017-LANGUAGE 1-EL.pdf2017-LANGUAGE 1-EL.pdf
2017-LANGUAGE 1-EL.pdfEleniKarafoti
 
Χοσέ Κάρλος Σομόθα - Η θεωρία των χορδών
Χοσέ Κάρλος Σομόθα - Η θεωρία των χορδώνΧοσέ Κάρλος Σομόθα - Η θεωρία των χορδών
Χοσέ Κάρλος Σομόθα - Η θεωρία των χορδώνEliastaf
 
Ομήρου Οδύσσεια ζ 139- 259
Ομήρου Οδύσσεια ζ 139- 259Ομήρου Οδύσσεια ζ 139- 259
Ομήρου Οδύσσεια ζ 139- 259varalig
 
ΟΜΑΔΑ Γ_1
ΟΜΑΔΑ Γ_1ΟΜΑΔΑ Γ_1
ΟΜΑΔΑ Γ_1ANGTSA
 
τα χταποδακια
τα χταποδακιατα χταποδακια
τα χταποδακιαEleni Kots
 
δραστηριοτητεσ πρι κατα και μετα την επισκεψη στο τελλογλειο
δραστηριοτητεσ πρι κατα και μετα την επισκεψη στο τελλογλειοδραστηριοτητεσ πρι κατα και μετα την επισκεψη στο τελλογλειο
δραστηριοτητεσ πρι κατα και μετα την επισκεψη στο τελλογλειοelenpap
 
ενδεικτικο διαγωνισμα στην οδυσσεια
ενδεικτικο διαγωνισμα στην οδυσσειαενδεικτικο διαγωνισμα στην οδυσσεια
ενδεικτικο διαγωνισμα στην οδυσσειαMaria Michali
 
ΟΜΑΔΑ Γ_2
ΟΜΑΔΑ Γ_2ΟΜΑΔΑ Γ_2
ΟΜΑΔΑ Γ_2ANGTSA
 
ολοκαύτωμα καλαβρύτων Ppt (2)
ολοκαύτωμα καλαβρύτων  Ppt (2)ολοκαύτωμα καλαβρύτων  Ppt (2)
ολοκαύτωμα καλαβρύτων Ppt (2)vaggeliskyriak
 

Similar to αρλεκιν (10)

ΟΜΑΔΑ Β_1
ΟΜΑΔΑ Β_1ΟΜΑΔΑ Β_1
ΟΜΑΔΑ Β_1
 
2017-LANGUAGE 1-EL.pdf
2017-LANGUAGE 1-EL.pdf2017-LANGUAGE 1-EL.pdf
2017-LANGUAGE 1-EL.pdf
 
Χοσέ Κάρλος Σομόθα - Η θεωρία των χορδών
Χοσέ Κάρλος Σομόθα - Η θεωρία των χορδώνΧοσέ Κάρλος Σομόθα - Η θεωρία των χορδών
Χοσέ Κάρλος Σομόθα - Η θεωρία των χορδών
 
Ομήρου Οδύσσεια ζ 139- 259
Ομήρου Οδύσσεια ζ 139- 259Ομήρου Οδύσσεια ζ 139- 259
Ομήρου Οδύσσεια ζ 139- 259
 
ΟΜΑΔΑ Γ_1
ΟΜΑΔΑ Γ_1ΟΜΑΔΑ Γ_1
ΟΜΑΔΑ Γ_1
 
τα χταποδακια
τα χταποδακιατα χταποδακια
τα χταποδακια
 
δραστηριοτητεσ πρι κατα και μετα την επισκεψη στο τελλογλειο
δραστηριοτητεσ πρι κατα και μετα την επισκεψη στο τελλογλειοδραστηριοτητεσ πρι κατα και μετα την επισκεψη στο τελλογλειο
δραστηριοτητεσ πρι κατα και μετα την επισκεψη στο τελλογλειο
 
ενδεικτικο διαγωνισμα στην οδυσσεια
ενδεικτικο διαγωνισμα στην οδυσσειαενδεικτικο διαγωνισμα στην οδυσσεια
ενδεικτικο διαγωνισμα στην οδυσσεια
 
ΟΜΑΔΑ Γ_2
ΟΜΑΔΑ Γ_2ΟΜΑΔΑ Γ_2
ΟΜΑΔΑ Γ_2
 
ολοκαύτωμα καλαβρύτων Ppt (2)
ολοκαύτωμα καλαβρύτων  Ppt (2)ολοκαύτωμα καλαβρύτων  Ppt (2)
ολοκαύτωμα καλαβρύτων Ppt (2)
 

αρλεκιν

  • 1.
  • 2. ISSN 1791-910X © 2013 ΧΑΡΛΕΝΙΚ ΕΛΛΑΣ ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΒΕΕ για την ελληνική γλώσσα, κατόπιν συμφωνίας με τη HARLEQUIN ENTERPRISES II B.V. / S.à.r.l. Η ΜΕΛΩΔΙΑ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ Τίτλος πρωτοτύπου: His One-Night Mistress © Sandra Field 2005. All rights reserved. Μετάφραση: Μαρία Γεωργιάδου Επιμέλεια: Ειρήνη Αντωνίου ΑΔΑΜΑΣΤΗ ΚΑΡΔΙΑ Τίτλος πρωτοτύπου: Tamed by her Husband © Elizabeth Power 2005. All rights reserved. Μετάφραση: Φρίντα Καψάλη Επιμέλεια: Κατερίνα Δημητρίου Διόρθωση: Κυριάκος Μιχελόγκωνας Απαγορεύεται η αναδημοσίευση μέρους ή του συνόλου του βιβλίου, η αναπαραγωγή ή μετάδοσή του με οποιοδήποτε οπτικοακουστικό ή άλλο μέσο, χωρίς τη γραπτή άδεια του εκδότη. ΣΥΛΛΕΚΤΙΚΑ ΑΡΛΕΚΙΝ - ΤΕΥΧΟΣ 50 Τυπώθηκε και βιβλιοδετήθηκε στην Ελλάδα. Made and printed in Greece.
  • 4. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 Αστραφτερή. Εκθαμβωτική. Υπέροχη! Η Λία ντ’ Άντζελι προχώρησε προς το αχανές λόμπι του ξενοδοχείου, όπου οι τεράστιοι καθρέφτες του με τις περίτεχνες, επίχρυσες κορνίζες αντανακλούσαν κάτι που έμοιαζε με σκηνή από χοροεσπερίδα του Λουδοβίκου του ΙΔ’. Έσφιξε στο χέρι της την πρόσκληση με τα κομψά χρυσά γράμματα, μια πρόσκληση που της είχε δώσει μόλις χθες ο Παριζιάνος φίλος της Ματιέ. «Είναι ένας χορός μεταμφιεσμένων», της είχε πει με το γοητευτικό λοξό χαμόγελό του. «Δυστυχώς, εγώ δεν μπορώ να πάω. Πάρε μαζί σου κανέναν όμορφο, φάε, πιες και χόρεψε με την ψυχή σου». Το χαμόγελό του έγινε τώρα πονηρό. «Μπορεί και να καταλήξεις στο κρεβάτι του –παραείσαι όμορφη για να καλογερέψεις, σερί». Η Λία άκουσε με δυσπιστία το κομπλιμέντο του Ματιέ. Ήταν γνωστός σε όλο το Παρίσι για τις ερωτοδουλειές του. Τη συμβουλή του, όμως, σκόπευε να την ακολουθήσει –κατά ένα μέρος τουλάχιστον: φάε, πιες και χόρεψε. Ναι, αυτά θα τα έκανε με χαρά. Αλλά είχε έρθει στο χορό μόνη και μόνη θα έφευγε. Μόνη και ανώνυμη, σκέφτηκε με έναν αναστεναγμό ανακούφισης. Η φήμη που είχε αποκτήσει τον τελευταίο καιρό δεν της ήταν και τόσο ευχάριστη. Όμως εκείνο το βράδυ δεν ήταν η Λία ντ’ Άντζελι, η ταλαντούχα νεαρή βιολονίστα που είχε προβληθεί στο διεθνές προσκήνιο, κερδίζοντας δύο κορυφαίους διαγωνισμούς μέσα σε έξι μήνες. Όχι, σκέφτηκε, κοιτάζοντας λοξά το είδωλό της στον κοντινότερο καθρέφτη. Στα χείλη της σχηματίστηκε ένα χαμόγελο. Εκείνο το βράδυ ήταν μια πεταλούδα, παιχνιδιάρα και αινιγματική, που θα πετούσε από παρτενέρ σε παρτενέρ χωρίς να πιαστεί στην απόχη κανενός. Το κοστούμι της ήταν μια γυαλιστερή τιρκουάζ φόρμα που εφάρμοζε σαν γάντι στις καμπύλες του στήθους, των γοφών, της λεπτής μέσης της και των μακριών, λεπτών ποδιών της. Στα πόδια της φορούσε τιρκουάζ μεταλιζέ σανδάλια. Τα φτερά της, φύλλα από αραχνοΰφαντο τιρκουάζ και πράσινο σιφόν, ανέμιζαν από τα χέρια μέχρι τους μηρούς της. Αλλά το εντυπωσιακότερο στοιχείο της στολής της ήταν η μάσκα. Σαν κράνος κάλυπτε τα έντονα ζυγωματικά της, άφηνε να φαίνονται μόνο τα καστανά μάτια της κι έκρυβε τα πυκνά μαύρα μαλλιά της μέσα σε αστραφτερές παγιέτες και φτερά παγονιού. Στα μάγουλα, στο πιγούνι και στο λαιμό της είχε απλώσει τιρκουάζ σκιά, ενώ τα χείλη της ήταν βαμμένα με χρυσό κραγιόν. Προκλητικό κοστούμι, σκέφτηκε ικανοποιημένη. Ένα κοστούμι που την άφηνε ελεύθερη να είναι όποια ήθελε. Κανείς εκεί δεν την ήξερε. Κι αυτό σκόπευε να το εκμεταλλευτεί στο έπακρο: να χορέψει με την καρδιά της και να φύγει τα μεσάνυχτα. Σαν τη Σταχτοπούτα. Τα μάτια της έψαξαν το πλήθος. Μια Μαρία Αντουανέτα, ο Κωδωνοκρούστης της Νοτρ-Νταμ, ένας καρδινάλιος βγαλμένος από πορτραίτο του Ελ Γκρέκο, μια χορεύτρια του Μουλέν Ρουζ. Όλοι με μάσκες. Όλοι ξένοι μεταξύ τους. Ίσως και στον ίδιο τους τον εαυτό, σκέφτηκε η Λία, νιώθοντας να τη διαπερνά ένα μικρό ρίγος νευρικότητας. Έδιωξε από μέσα της την ταραχή, προχώρησε στον πορτιέρη και του έδειξε την αριθμημένη πρόσκλησή της. Ένας αξιωματούχος με στολή τού ψιθύριζε κάτι στο αυτί. Ο πορτιέρης τής ένευσε
  • 5. ανυπόμονα προς την αίθουσα, έριξε μια ματιά στην πρόσκληση και την άφησε στη στοίβα με τις άλλες. Η Λία τον προσπέρασε βιαστικά. Ανησυχούσε μήπως προέκυπτε πρόβλημα που η πρόσκληση είχε το όνομα του Ματιέ αντί για το δικό της. Καλός οιωνός, σκέφτηκε αναθαρρημένη και μπήκε στην αίθουσα. Η μελωδία ενός παλιομοδίτικου βαλς πλανιόταν στο χώρο. Καθρέφτες κοσμούσαν τους τοίχους, που είχαν το χρώμα του ζαφειριού, ενώ αστραφτεροί χρυσοί πολυέλαιοι κρέμονταν από ένα ταβάνι, τα ζωγραφιστά παχουλά αγγελάκια του οποίου συναγωνίζονταν σε πλήθος τους ανοιξιάτικους εραστές του Παρισιού. Στον απέναντι τοίχο μακριά τραπέζια με λευκά τραπεζομάντιλα ήταν φορτωμένα με εδέσματα που θα ζήλευε ακόμα και ο βασιλιάς Λουδοβίκος. Σερβιτόροι με άσπρα σακάκια τριγύριζαν ανάμεσα στους καλεσμένους, κρατώντας ασημένιους δίσκους με κρασί και σαμπάνια. Και τότε τον είδε. Όπως κι εκείνη, στεκόταν με την πλάτη στον τοίχο, παρατηρώντας τον κόσμο. Ένας ληστής εποχής, με μανδύα και μπότες, μαύρη μάσκα που έκανε τα μάτια του να μοιάζουν με δυο σχισμές κι ένα μαύρο πλατύγυρο καπέλο που έκρυβε τα χαρακτηριστικά του. Κανένα κοστούμι δε θα μπορούσε να κρύψει το ύψος του, τις φαρδιές του πλάτες ή την αύρα της δύναμης, της επιβολής, του απόλυτου αυτοελέγχου που εξέπεμπε. Μια αύρα που, προφανώς, αυτός ο άντρας γνώριζε ότι διέθετε. Ένας άνθρωπος που έπαιρνε αυτό που ήθελε. Ένας ληστής πραγματικά. Και, όπως κι εκείνη, ήταν μόνος. Ενώ η Λία ένιωθε να τη διαπερνά άλλο ένα ρίγος, το βλέμμα του στάθηκε πάνω της. Ακόμα κι από την άλλη άκρη της τεράστιας αίθουσας τον ένιωσε να συγκεντρώνεται απότομα, έντονα. Το σώμα του έμεινε ακίνητο σαν του ληστή που εντοπίζει το θύμα του. Η Λία δε θα μπορούσε να τρέξει, ακόμα κι αν έπρεπε να το κάνει για να σώσει τη ζωή της. Σαν πεταλούδα καρφωμένη στον τοίχο, σκέφτηκε αναστατωμένη, ενώ η καρδιά της χτυπούσε τόσο δυνατά που νόμιζε πως θα σπάσει. Είχε φοβηθεί πολλές φορές στη ζωή της. Ήταν κάτι αλληλένδετο με τον αγώνα της για διάκριση που την καθόριζε από τότε που θυμόταν τον εαυτό της. Αλλά η ταραχή της πριν από τα κοντσέρτα υποχωρούσε μπροστά στη σιγουριά της για τις τεχνικές της ικανότητες και τη βαθύτερη βεβαιότητα ότι, για άλλη μια φορά, θα ξεπερνούσε αυτή την ταραχή. Αυτός ο φόβος ήταν διαφορετικός. Αισθανόταν γυμνή, εκτεθειμένη. Κι όλα αυτά επειδή ένας άγνωστος έτυχε να την κοιτάξει. Κάποιος που δεν είχε ξαναδεί –γι’ αυτό ήταν βέβαιη– και ούτε ήθελε να ξαναδεί. Γελοίο, σκέφτηκε, ενώ μάζευε το κουράγιο της για να αντιμετωπίσει αυτή την πρωτόγνωρη επίθεση. Επίθεση; Μα, ο άνθρωπος ούτε καν την είχε ακουμπήσει! Σε μια έξαρση αψηφισιάς η Λία έκανε νόημα σ’ ένα σερβιτόρο, πήρε από το δίσκο του ένα ποτήρι κόκκινο κρασί και, με έναν κοροϊδευτικό χαιρετισμό στον άντρα στην άλλη άκρη της αίθουσας, σήκωσε το ποτήρι της σε πρόποση. Εκείνος έβγαλε το καπέλο του, αποκαλύπτοντας τα ακατάστατα, ξανθισμένα από τον ήλιο μαλλιά του και υποκλίθηκε βαθιά, με έναν αριστοκρατικό τρόπο που έκανε τη Λία να χαμογελάσει άθελά της. Κι έπειτα προχώρησε προς το μέρος της. Μέσα στον πανικό της η Λία άκουσε μια αντρική φωνή να της λέει σε σπασμένα γαλλικά: «Βουλέ- βου ντανσέ αβέκ μουά, μαντάμ;»
  • 6. Ένας Βρετανός στρατιώτης από τον καιρό του Ναπολέοντα είχε μπει ανάμεσα σ’ εκείνη και το ληστή και της ζητούσε να χορέψουν. Η Λία άφησε γρήγορα το κρασί της στο πιο κοντινό τραπέζι και του απάντησε στα αγγλικά: «Ναι, ευχαριστώ». «Ωραία, μιλάς αγγλικά», είπε ο στρατιώτης και ύστερα την έπιασε από τη μέση κι άρχισε να τη στροβιλίζει με άνεση ανάμεσα στους άλλους χορευτές. Η χορευτική του δεινότητα την έκανε να νιώθει ευγνωμοσύνη και μάλιστα δεν έδειχνε να έχει διάθεση για κουβέντα, κάτι για το οποίο η Λία ένιωθε ακόμα μεγαλύτερη ευγνωμοσύνη. Με την άκρη του ματιού της είδε το ληστή να στριμώχνεται από μια παρέα γυναικών που χόρευαν κι έπειτα να απομακρύνεται μ’ ένα σχόλιο που τις έκανε να γελάσουν. «Θα ήθελα να δω από πιο κοντά την ορχήστρα», είπε η Λία με κομμένη την ανάσα. «Μπορούμε να πάμε προς τα κει;» Ο στρατιώτης την οδήγησε υπάκουα στην απέναντι πλευρά της αίθουσας. Το βαλς τελείωσε και ακολούθησε μια ρούμπα. Ένας κλόουν με κατακόκκινο στόμα τη διεκδίκησε από τον καβαλιέρο της και η Λία ακολούθησε το ρυθμό του χορού, με τα διάφανα φτερά της να θροΐζουν καθώς κινούσε τα χέρια της. Τον κλόουν διαδέχτηκε ένας αριστοκρατικός τζέντλεμαν που θα μπορούσε να είχε βγει από μυθιστόρημα της Τζέιν Όστεν. Καθώς το κομμάτι τελείωνε, ένας άλλος παρτενέρ εμφανίστηκε πίσω από τον ηλικιωμένο τζέντλεμαν. Ο ληστής, με το μαύρο μανδύα του ν’ ανεμίζει. Τα νεύρα της Λία τεντώθηκαν, αν και από την πρώτη στιγμή που τον είχε δει ήξερε ότι η συνάντηση θα ήταν αναπόφευκτη. «Σειρά μου, νομίζω», της είπε εύθυμα, αλλά με μια νότα ψυχρότητας στη βελούδινη σαν μπράντι φωνή του. Η Λία χαμογέλασε στον παρτενέρ της και γύρισε στο ληστή. Θα μπορούσε να μην αποκριθεί, αλλά ένα από τα αδιόρθωτα ελαττώματά της ήταν η περηφάνια. Εξάλλου, οι προκλήσεις είναι για να τις δέχεσαι... «Πολλή ζέστη δεν κάνει εδώ μέσα;» είπε με υπερβάλλουσα ευγένεια, υψώνοντας το πιγούνι της. «Θα ήθελα ένα ποτήρι σαμπάνια». «Πώς είναι τ’ όνομά σου;» «Δεν είσαι και πολύ διακριτικός, βλέπω». «Απεχθάνομαι τη σπατάλη χρόνου». «Του δικού μου ή του δικού σου;» ρώτησε επιτακτικά η Λία. «Του δικού μου», απάντησε ο άγνωστος. «Τότε ίσως θα ’πρεπε να βρεις μια άλλη παρτενέρ». «Ω, δε νομίζω». «Τότε πες μου το δικό σου όνομα», είπε η Λία, περιμένοντας ότι ο άγνωστος θα αρνιόταν. «Σεθ Τάλμποτ. Από το Μανχάταν. Κι εσύ Αμερικανίδα είσαι». Η Λία ζούσε σ’ ένα μικρό διαμέρισμα στο Γκρίνουιτς Βίλατζ. «Γεννήθηκα στην Ελβετία, κύριε Τάλμποτ», του απάντησε με τουπέ και με το ίδιο τουπέ ένευσε στον πλησιέστερο σερβιτόρο, ο οποίος της πρόσφερε ένα κρυστάλλινο ποτήρι με σαμπάνια. «Βλέπω ότι παίρνεις αυτό που θέλεις», είπε απαλά ο Σεθ Τάλμποτ. «Γίνεται αλλιώς;» «Κατά την άποψή μου, όχι. Χαίρομαι που καταλαβαινόμαστε». «Αποκλείεται να με καταλαβαίνεις, γιατί απλούστατα δεν ξέρεις τι θέλω», αποκρίθηκε η Λία. «Από την πρώτη στιγμή που είδαμε ο ένας τον άλλον θελήσαμε το ίδιο πράγμα», επισήμανε ο Σεθ Τάλμποτ. Κάνε πίσω, Λία. Πρόσεχε. Σταμάτα αυτή την ιστορία προτού καν αρχίσει. «Μια που δεν είμαι
  • 7. μάντισσα», του είπε κοφτά, «γιατί δε μου λες εσύ τι είναι αυτό;» Εκείνος την έπιασε απ’ τον καρπό. Τα δάχτυλά του ήταν δυνατά σαν μέγκενη. Μακριά, λεπτά δάχτυλα, χωρίς βέρα, όπως πρόσεξε η Λία, με περιποιημένα νύχια και ξανθές τριχούλες. «Άφησέ με», του είπε ανέκφραστα. Ο Σεθ άφησε το χέρι της να πέσει απότομα, μ’ ένα σχεδόν προσβλητικό τρόπο. Η μουσική είχε αρχίσει να παίζει ξανά. «Στεκόμαστε μες στη μέση», είπε στη Λία και, περνώντας το χέρι του στον ώμο της, την τράβηξε από την πίστα. Ο μανδύας του την τύλιξε στις μαύρες πτυχές του. Το χέρι του ήταν βαρύ, το βάρος του οικείο σαν χάδι. Η Λία θα μπορούσε να διαμαρτυρηθεί. Ακόμα και να φωνάξει. Σε μια αίθουσα γεμάτη κόσμο ο Σεθ θα ήταν αδύνατον να κάνει κάτι χωρίς τη συναίνεσή της. Είχε ξανανιώσει έτσι ποτέ; Αισθανόταν σαν υπνωτισμένη. Η καρδιά της χτυπούσε αργά και βαριά και η ζεστασιά του χεριού του απλωνόταν κάτω απ’ το δέρμα της. Σαν από χιλιόμετρα μακριά, η Λία τον είδε να πετάει το καπέλο του σ’ ένα τραπέζι. Πήρε το άλλο της χέρι και το σήκωσε, χαϊδεύοντας με τα χείλη του τις κλειδώσεις των δαχτύλων της. Ύστερα το γύρισε και φίλησε την παλάμη της με τον ίδιο νωχελικό, αισθησιακό τρόπο. Τα μαλλιά του ήταν πυκνά και γυάλιζαν σαν μετάξι. Το μόνο που ήθελε η Λία ήταν να πετάξει το ποτήρι της και να περάσει τα δάχτυλά της μέσα σ’ αυτά τα ακατάστατα κύματα με τις χρυσαφιές ανταύγειες, να νιώσει την πυκνότητά τους, να ακουμπήσει το χέρι της στον αυχένα του. Αντιθέτως, έσφιξε το ποτήρι σαν να ήταν το μόνο πράγμα απ’ το οποίο θα μπορούσαν να στηριχτούν τα λογικά της. Το στόμα του Σεθ άγγιζε ακόμα την παλάμη της. Έκλεισε τα μάτια της, καθώς η αίσθηση απλωνόταν στο κορμί της σαν κύματα ηδονής. Βαθιά μέσα της ο πόθος ζωντάνεψε σαν σαρωτικός, επιτακτικός πόνος. Για λίγες στιγμές έξω απ’ το χρόνο, η Λία αφέθηκε σ’ αυτόν, νιώθοντας το σώμα της ανάλαφρο σαν της πεταλούδας. Μιας πεταλούδας που άνοιγε τα φτερά της στον ήλιο, σκέφτηκε παραζαλισμένα. Που απορροφούσε τη ζεστασιά του, λουζόταν στις χρυσές αχτίδες του. Γεμάτη ζωή, έτσι όπως ήθελε να είναι. Πάψε, Λία. Πες τα πράγματα με τ’ όνομά τους. Αφήνεις να σε ξελογιάσει ένας άντρας που ζει στην ίδια πόλη μ’ εσένα. Τράβηξε το χέρι της και η σαμπάνια πιτσίλισε τα ντελικάτα παπούτσια της. «Σταμάτα!» είπε τραχιά. Ο Σεθ σήκωσε το κεφάλι του, αλλά συνέχισε να της κρατάει το χέρι. «Δε θες να σταματήσω. Πες την αλήθεια». «Δεν ξέρω τίποτα για σένα κι εσύ...» «Παραλείψαμε τα προκαταρκτικά, αυτό είναι όλο», είπε βραχνά ο Σεθ. «Μπήκαμε κατευθείαν στην ουσία». Ακούγοντας τη βραχνάδα στη φωνή του και βλέποντας τη φλέβα του να χτυπά δυνατά στο λαιμό του, η Λία ένιωσε την καρδιά της να φτερουγίζει. «Το νιώθεις κι εσύ», ψιθύρισε. «Το ένιωσα από την πρώτη στιγμή που σε είδα να μπαίνεις». Η Λία το ήξερε. Γι’ αυτό δεν είχε τρέξει στην πίστα με τον πρώτο διαθέσιμο άντρα που βρήκε; «Οι ληστές ληστεύουν, κύριε Τάλμποτ», είπε άτονα η Λία. «Και οι πεταλούδες έχουν μοναδικό τους σκοπό το ζευγάρωμα». «Ένας ληστής παίρνει αυτό που θέλει ανεξάρτητα από τις επιπτώσεις», σφύριξε η Λία μέσα απ’ τα δόντια της. «Αν είσαι πρόθυμη γι’ αυτό, δε θα μπορούσα να χαρακτηριστώ ληστής», απάντησε ο Σεθ.
  • 8. «Ω, σταμάτα», είπε εκείνη θυμωμένη. «Με κάνεις κύκλους». «Μ’ αρέσει αυτό», είπε ο Σεθ και ξαφνικά της χαμογέλασε. Ήταν ένα τρομακτικά αρρενωπό χαμόγελο. Θωρακίζοντας τον εαυτό της για να το αντιμετωπίσει, η Λία του πέταξε παγερά: «Δεν ψάχνω για ταίρι. Το κοστούμι μου είναι απλώς αυτό που είναι –ένα κοστούμι. Δε δηλώνει τίποτα για το χαρακτήρα μου». Ο Σεθ την κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω αργά κι εκείνη ένιωσε το βλέμμα του να την καίει. «Κι όμως, είσαι πολύ προκλητική», της είπε. Εσύ να δεις, σκέφτηκε η Λία, θυμώνοντας με τον εαυτό της. Κοίταξε κάτω. Οι μαλακές δερμάτινες μπότες του εφάρμοζαν στις γάμπες του κι έκαναν ρεβέρ στο ύψος του γονάτου. Οι δυνατοί μύες των μηρών του διαγράφονταν καθαρά μέσα από το στενό μαύρο παντελόνι του. Το βλέμμα της ταξίδεψε πιο πάνω, προσπέρασε το κομψό άσπρο πουκάμισο με το δαντελένιο γιακά που τόνιζε τη μαυρισμένη από τον ήλιο επιδερμίδα του και στάθηκε στους φαρδιούς ώμους μέσα από το μανδύα. Ένα κύμα πρωτόγονης επιθυμίας την κυρίεψε, σοκάροντάς τη με την έντασή του. Είχε ξανανιώσει έτσι στη ζωή της; Ποτέ. «Ας είμαστε ειλικρινείς», του είπε με αξιοθαύμαστη ψυχρότητα. «Δεν ντύθηκες κλόουν, με αυτιά σαν τηγάνια και πρόσωπο πασαλειμμένο με άσπρη μπογιά, σαν αυτόν που χόρευα πριν. Και το δικό σου κοστούμι είναι σέξι. Και λοιπόν;» «Εντέλει παραδέχεσαι ότι με βρίσκεις σέξι. Κάναμε κάποια πρόοδο». «Άσε τις σεμνοτυφίες», είπε η Λία αγανακτισμένη. «Δεν είμαι τυφλή και οποιαδήποτε γυναίκα που τιμάει το φύλο της θα σε έβρισκε σέξι». Η φωνή του Σεθ σκλήρυνε. «Αυτό είναι ευχάριστο, αλλά απέχει πολύ από την αλήθεια. Μεταξύ μας συμβαίνει κάτι που δε μου έχει ξανασυμβεί –όχι έτσι τουλάχιστον. Πρώτη φορά βλέπω κάποια να μπαίνει σε μια αίθουσα γεμάτη κόσμο και νιώθω ότι πρέπει να την κάνω δική μου. Πίστεψέ με». Το παράδοξο ήταν ότι η Λία δεν είχε λόγο να μην τον πιστέψει. «Ούτε και σ’ εμένα έχει ξανασυμβεί», του είπε με φωνή που έτρεμε. Με μια ευγένεια που την αφόπλισε, ο Σεθ χάιδεψε το μάγουλό της με το δάχτυλό του. «Σ’ ευχαριστώ για την ειλικρίνεια». «Τότε επίτρεψέ μου να συνεχίσω να είμαι ειλικρινής», είπε σε αυστηρό τόνο η Λία, αν και το μόνο που λαχταρούσε ήταν να γείρει στον ώμο του και να τον αφήσει να την κρατήσει στην αγκαλιά του. «Δε συνηθίζω να πέφτω στο κρεβάτι με αγνώστους». «Ούτε εγώ», είπε ο Σεθ. «Οπότε γιατί δεν ξεκινάμε λέγοντάς μου το όνομά σου;» Η Λία είχε πάει σ’ αυτόν το χορό αναζητώντας την ανωνυμία. Και, από κάποιο βαθύτερο ένστικτο, σκόπευε να παραμείνει ανώνυμη. «Μπορώ να σου πω ένα ψεύτικο όνομα», απάντησε, τινάζοντας το κεφάλι της. «Ή και κανένα. Εσύ αποφασίζεις». Εκείνος της πήρε το ποτήρι απ’ το χέρι και το άφησε στο τραπέζι όπου είχε ακουμπήσει το καπέλο του. «Γιατί είσαι τόσο αινιγματική;» «Έχω τους λόγους μου». Ο Σεθ στένεψε τα μάτια του. «Είσαι κάποια που θα ’πρεπε να γνωρίζω;» Δεν έμοιαζε με τύπο που θα πήγαινε σε συναυλίες για να ακούσει Μπετόβεν. Ήταν μάλλον για μπαράκια με τζαζ μουσική, πνιγμένα στον καπνό. «Αμφιβάλλω», του απάντησε. «Αν κοιμηθούμε απόψε μαζί κι αυτό ακριβώς είναι που σκεφτόμαστε, πρέπει να ξέρω ποια είσαι». Είχε δίκιο, σκέφτηκε με τρόμο η Λία, σκεφτόταν να κοιμηθεί μαζί του απόψε. Μα, είχε τρελαθεί; «Αν επιμένεις να μάθεις τ’ όνομά μου», του είπε, «τότε το θέμα έληξε».
  • 9. «Έχεις μπλεξίματα με το νόμο;» «Όχι!» «Αν δεν είσαι ούτε διάσημη ούτε καταζητούμενη, θα μπορούσες να μου πεις ένα ψεύτικο όνομα και να μην το καταλάβω». «Απεχθάνομαι τα ψέματα». «Σ’ αρέσει να κερδίζεις». Η Λία γέλασε, με ένα γέλιο βαθύ και ζεστό. «Ναι, φυσικά. Είναι πρόβλημα;» «Κι εμένα μ’ αρέσει να κερδίζω», είπε ο Σεθ. «Τότε, όσον αφορά το όνομά μου, θα σε ωφελήσει μια καινούρια εμπειρία. Πού και πού πρέπει να διευρύνουμε τους ορίζοντές μας, κύριε Τάλμποτ». «Το όνομά μου είναι Σεθ. Και ίσως να μην το πιστεύεις, αλλά έχω γνωρίσει αρκετές ήττες στη ζωή μου». Το χαμόγελο της Λία έσβησε. Για άλλη μια φορά τον πίστεψε αμέσως και απόλυτα. «Λυπάμαι γι’ αυτό», του είπε. «Πραγματικά λυπάσαι, έτσι;» ρώτησε ο Σεθ μ’ έναν τόνο περιέργειας στη φωνή του. «Αρχίζεις να μου εξάπτεις το ενδιαφέρον. Πρόκειται μήπως για κάτι περισσότερο από πόθο;» Η Λία ένιωσε πάλι την καρδιά της να φτερουγίζει από πανικό. «Ένας ληστής και να προσέξει ποτέ κάτι τόσο εφήμερο όσο μια πεταλούδα, θα το λιώσει καταγής». «Τι θα ’λεγες για τη δική μου εκδοχή; Ένας ληστής προσέχει κάτι τόσο όμορφο που θέλει να το απολαύσει», αντιγύρισε ο Σεθ. «Αλλά μετά πρέπει να το αφήσει να πετάξει». Η Λία άκουσε στη φωνή της κάτι από τη σκληρότητα που είχε νωρίτερα η δική του. Για μια στιγμή ο Σεθ έμεινε σιωπηλός, κοιτάζοντάς τη στο πρόσωπο. Ύστερα, μ’ έναν τρόπο τόσο απότομο που την ξάφνιασε, έβγαλε τη μάσκα του και την πέταξε κάτω. Τα μάτια του ήταν βαθουλωτά, το χρώμα τους εντυπωσιακό, βαθύ πράσινο με κεχριμπαρένιες σπίθες. Τα ζυγωματικά του ήταν έντονα και για πρώτη φορά η Λία αντίκρισε την απόλυτη δύναμη ενός προσώπου που ήταν υπερβολικά τραχύ για να χαρακτηριστεί αντικειμενικά όμορφο και παράλληλα οι γραμμές του ήταν πολύ δυνατές για να μη χαρακτηριστεί επιβλητικό. Κατάπιε με δυσκολία και είπε το πρώτο πράγμα που της κατέβηκε στο μυαλό. «Είναι τρέλα ακόμα και που το σκέφτομαι να πέσω στο κρεβάτι μαζί σου... Και είμαι εντελώς νηφάλια, οπότε δεν μπορώ να το αποδώσω στη σαμπάνια». «Δεν έχει καμιά σχέση με τη σαμπάνια», είπε απαλά ο Σεθ. «Βγάλε τη μάσκα σου». «Όχι», απάντησε η Λία. «Αν πάμε στο κρεβάτι μαζί, πρέπει να μου υποσχεθείς ότι δεν πρόκειται ν’ αγγίξεις τη μάσκα μου. Ποτέ δε θα μάθεις ποια είμαι. Αυτό θέλω, αυτοί είναι οι όροι του παιχνιδιού. Αν δε συμφωνείς, τότε φεύγω αμέσως. Κι αν προσπαθήσεις να με σταματήσεις, θα σηκώσω τον κόσμο απ’ τις φωνές». «Δηλαδή, το σχέδιο μάχης καταστρώθηκε... Θα μπορούσα να σου αλλάξω γνώμη, ξέρεις». «Αλλά δε θα προσπαθήσεις. Όχι, αν με σέβεσαι όσο θα ’πρεπε». Παραδόξως, ο Σεθ άρχισε να γελάει τρανταχτά. Έπειτα κοίταξε τη Λία κατάματα. «Νομίζω πως η ζωή μου ήταν πολύ πληκτική και προβλέψιμη μέχρι τώρα. Τόσο στο κρεβάτι όσο κι έξω απ’ αυτό. Θα σου πω κάτι. Δεν είσαι πληκτική κι ούτε κατά διάνοια προβλέψιμη». Αυτό δεν έγραφαν πάντα στις κριτικές της; Η Λία ντ’ Άντζελι δεν παίζει ποτέ εκ του ασφαλούς. Ποτέ δεν ακολουθεί την πεπατημένη. Ρισκάρει τα πάντα για να φτάσει στην ψυχή της μουσικής. Εννιά φορές στις δέκα το ρίσκο τής έβγαινε σε καλό. Απόψε, όμως, θα συνέβαινε κάτι ανάλογο με
  • 10. τον Σεθ Τάλμποτ; Ή θα ήταν το δέκατο κοντσέρτο της, αυτό που οι κριτικοί επέκριναν χαιρέκακα; Η Λία δεν μπορούσε να ξέρει.
  • 11. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 Η ορχήστρα είχε αρχίσει να παίζει ένα ταγκό, το χορό που συμβόλιζε τη μάχη των δύο φύλων. «Δε φαίνεσαι άνθρωπος που ζει μια πληκτική ζωή», είπε η Λία, κοιτάζοντας τον Σεθ στα μάτια. «Τα φαινόμενα απατούν, όμορφη πεταλούδα», απάντησε εκείνος με μια νότα πικρίας. Ώστε πραγματικά είχε γνωρίσει τη θλίψη αυτός ο ψηλός άγνωστος με το μαύρο μανδύα. Για κάποιο λόγο αυτό έκανε τη Λία ακόμη πιο αποφασιστική. «Συμφωνείς με τους όρους μου, Σεθ Τάλμποτ;» τον ρώτησε, υψώνοντας το παράστημά της. «Θα παραμείνω ανώνυμη και η μάσκα δεν πρόκειται να βγει». Ο Σεθ την πλησίασε, έκλεισε το πρόσωπό της στις παλάμες του και τη φίλησε. Εκείνο το φιλί είχε τα πάντα: την έλξη του ενός προς τον άλλον, τον ακατανίκητο πόθο, τη διάλυση κάθε άμυνάς της. Οι κινήσεις του ήταν γεμάτες σιγουριά, η γλώσσα του ξεσήκωνε τις αισθήσεις της. Τα δόντια του χάιδευαν τα χείλη της σαν γλώσσες φωτιάς. Χωρίς δισταγμό η Λία ανταποκρίθηκε με την ίδια ζέση, κίνηση στην κίνηση, φλόγα στη φλόγα. Ο Σεθ τραβήχτηκε πίσω αργά. Το πράσινο των ματιών του είχε σκουρύνει, σαν δάσος στο φως του ήλιου που βασίλευε. «Θα συμφωνούσα με οτιδήποτε προκειμένου να σε έχω στο κρεβάτι μου», της είπε κομπιάζοντας και η βαθιά του ανάσα χάιδεψε τα μάγουλά της. «Δε μ’ αρέσουν οι όροι σου –δε μ’ αρέσουν καθόλου. Αλλά τους δέχομαι και υπόσχομαι να μην τους παραβώ». Η Λία αναστέναξε. «Ωραία», είπε, χαμογελώντας αμυδρά. «Μπορούμε να μείνουμε εδώ, να χορέψουμε, να φάμε, να πιούμε και να κουβεντιάσουμε. Ή να κάνουμε αυτό που θέλουμε και οι δυο –να πάμε κάπου όπου θα είμαστε μόνοι». «Μ’ αρέσει το στυλ σου», είπε ο Σεθ. «Η ζωή είναι μικρή», απάντησε εκείνη, νιώθοντας την καρδιά της να βροντοχτυπάει στο στήθος της, «και πιστεύω ότι πρέπει να τη ζεις στα όριά της». Ξαφνικά έβαλε τα γέλια. «Δε θα ’θελα να ζήσω ποτέ μέσα σ’ ένα κουκούλι». «Έχω κρατήσει μια σουίτα σ’ αυτό το ξενοδοχείο», είπε απότομα ο Σεθ. «Πάμε». Η Λία πετάρισε τις βλεφαρίδες της. Μια σουίτα εκεί κόστιζε όσα έβγαζε εκείνη σ’ ένα μήνα. Ώστε ήταν πλούσιος ο τύπος. «Αναρωτιόμουν συχνά πώς είναι να μένει κανείς σε μια τέτοια σουίτα», είπε ανάλαφρα. «Να που τώρα θα μάθω». «Δηλαδή δεν είσαι από τις πλούσιες δεσποινίδες που χαζολογούν στο Παρίσι αυτή την εποχή, περιμένοντας ν’ ανοίξουν τη βίλα τους στη Ριβιέρα;» Η Λία βρήκε την εικόνα διασκεδαστική. «Εργάζομαι σκληρά για να κερδίζω τα προς το ζην», είπε αστόχαστα, «και δε μου ταιριάζει καθόλου να χαζολογάω». «Και πώς ακριβώς κερδίζεις τα προς το ζην;» της πέταξε ο Σεθ. Εκείνη σήκωσε το χέρι της, χάιδεψε με το δάχτυλό της τα αισθησιακά του χείλη και με μια μικρή γεύση ικανοποίησης ένιωσε το πιγούνι του να σφίγγεται. «Δε νομίζω ότι αυτό που μας ενδιαφέρει πραγματικά είναι να συζητήσουμε για τις ασχολίες μας», είπε. «Κερδίζω τίμια τα χρήματά μου, είμαι φοβερά φιλόδοξη και σου εγγυώμαι ότι σε δέκα χρόνια θα έχεις ακούσει πολλά για μένα. Μόνο αυτά μπορώ να σου πω. Εκτός...» Η Λία χαμογέλασε άδολα. «...αν δε θέλεις πια να με ξελογιάσεις». «Όχι, δεν άλλαξα γνώμη», είπε ο Σεθ. Έσκυψε και σφράγισε τα χείλη της μ’ ένα φιλί, φλογερό
  • 12. αλλά και σύντομο. «Πάμε τώρα;» ρώτησε με μια ηρεμία που όμως διέψευδαν οι σπίθες του πόθου στα μάτια του. Της πρόσφερε το μπράτσο του και η Λία ακούμπησε το χέρι της στον καρπό του, με τα ντελικάτα χρώματα των φτερών της να θαμπώνουν από το μαύρο του μανδύα του. Άλλο ένα ρίγος φόβου τη διαπέρασε. Με το κεφάλι ψηλά τον άφησε να την οδηγήσει ανάμεσα στους μεταμφιεσμένους, ξέροντας κατά βάθος ότι αυτό ήταν το μεγαλύτερο ρίσκο που έπαιρνε στη ζωή της. Το βιολί ήταν γνώριμο έδαφος, οικείο, που το αγαπούσε με πάθος και, μερικές φορές, το μισούσε με το ίδιο πάθος. Σε ζητήματα καρδιάς, όμως, είχε μεσάνυχτα. Σε αντίθεση με τον Σεθ Τάλμποτ. Ήταν σίγουρη γι’ αυτό. Προσπέρασαν τον πορτιέρη, που ήταν απασχολημένος με τις προσκλήσεις. Ο υπάλληλος του ασανσέρ πάτησε το κουμπί χωρίς ο Σεθ να πει λέξη. Άρα ήταν γνωστός εκεί, σκέφτηκε η Λία και τα νεύρα της τεντώθηκαν ακόμα περισσότερο. Το ασανσέρ σταμάτησε στον τελευταίο όροφο. Οι μπρούντζινες πόρτες έκλεισαν πίσω τους απαλά. Ο Σεθ την έπιασε απ’ το χέρι, προχώρησαν στον ψηλοτάβανο διάδρομο και σταμάτησαν μπροστά σε δυο κρεμ πόρτες με χρυσά διακοσμητικά. Τις άνοιξε και της έκανε νόημα να περάσει, όμως τα πόδια της αρνούνταν να την υπακούσουν. «Δεν ξέρω τίποτα για σένα», είπε βραχνά. «Ξέρεις τι συμβαίνει μεταξύ μας, τι άλλο θέλεις;» είπε ο Σεθ. Εκείνη έσμιξε τα φρύδια της. «Είσαι δεκαπέντε πόντους ψηλότερος από μένα, σίγουρα θα ζυγίζεις καμιά τριανταριά κιλά παραπάνω κι αν δεν έχεις ήδη μαύρη ζώνη στο καράτε, δε θα δυσκολευόσουν ιδιαίτερα να την αποκτήσεις». Ο Σεθ αναστέναξε. «Ποτέ στη ζωή μου δεν έχω λιώσει πεταλούδα και δε σκοπεύω να αρχίσω μαζί σου». «Κι εγώ πρέπει να σε πιστέψω; Έτσι απλά;» «Δεν ξέρω τι συμβαίνει μεταξύ μας», είπε τραχιά ο Σεθ, «αλλά σίγουρα δεν είναι συμπτωματικό, γι’ αυτό είμαι βέβαιος. Δε θα ξεγυμνώσουμε ο ένας τον άλλο μόνο με το συνηθισμένο τρόπο, μικρή μου πεταλούδα. Οπότε δεν είναι απλώς ζήτημα σαγήνης, αλλά και εμπιστοσύνης. Νόμιζα ότι το είχες καταλάβει». «Δεν το είχα καταλάβει», είπε η Λία, με μάτια που έκαιγαν πίσω από τη μάσκα. «Η εμπιστοσύνη είναι μεγάλη κουβέντα». «Δεν πιέζω τις γυναίκες, δεν είναι του γούστου μου», πρόσθεσε έντονα ο Σεθ. «Εκτός αυτού, υπάρχει τουλάχιστον ένα τηλέφωνο σε κάθε δωμάτιο. Το μόνο που χρειάζεται είναι να το σηκώσεις και να συνδεθείς με τη ρεσεψιόν. Εδώ είσαι πιο ασφαλής από οπουδήποτε αλλού στο Παρίσι, πίστεψέ με». Δεν επρόκειτο να του ζητήσει συγνώμη για την έντασή της. Ανέβα στη σκηνή, κορίτσι μου, σκέφτηκε εκνευρισμένη η Λία και τον προσπέρασε, μπαίνοντας στη σουίτα του. Το θέαμα της έκοψε την ανάσα. Το βλέμμα της ταξίδεψε από το ένα δωμάτιο στο άλλο, σταματώντας στους κομψούς χρυσούς πολυελαίους, στα πλούσια, πολυτελή μπροκάρ και στα πυκνά βελούδα. Το ξύλινο πάτωμα ήταν καλυμμένο με χειροποίητα χαλιά-αντίκες. «Έχει και βεράντα», ψιθύρισε. «Με υπέροχη θέα στον Πύργο του Άιφελ», αποκρίθηκε ο Σεθ σε επίσημο τόνο. «Θέλεις να τον δεις;» Όλες οι αμφιβολίες της Λία εξανεμίστηκαν. Γύρισε και τον κοίταξε. «Αργότερα. Ίσως», είπε. Έπειτα σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της και τον φίλησε με πάθος, αλλά με παντελή έλλειψη
  • 13. τεχνικής. Εκείνος στένεψε τα μάτια του κι έκλεισε το πρόσωπό της στις παλάμες του. «Πες μου κάτι», είπε συγκρατημένα. «Δεν είσαι παρθένα, έτσι;» Εκείνη έγνεψε αρνητικά. «Όχι, φυσικά και δεν είμαι. Αλλά έχω πάει μόνο με έναν άντρα κι αυτό έγινε πριν από τρία χρόνια. Δεν ένιωθα πόθο, μόνο περιέργεια –και ίσως γι’ αυτό να μη με συγκίνησε τόσο σωματικά όσο και ψυχικά. Καλά να πάθω». «Κατάλαβα», είπε ο Σεθ. «Τότε πρέπει να αναπληρώσουμε το χαμένο χρόνο, έτσι δεν είναι;» Έσκυψε και τη φίλησε στο στόμα, ανοίγοντας τα χείλη της με τη γλώσσα του. Η Λία γουργούρισε από ηδονή, κόλλησε πάνω του και, με τη χαρακτηριστική της τόλμη, αφέθηκε στο καινούριο, στο άγνωστο. Καθώς έβαζε τα χέρια της μέσα απ’ το μανδύα του και αγκάλιαζε το σφιχτό και δυνατό κορμί του, ο Σεθ την τράβηξε πιο κοντά. Τα στήθη της πιέστηκαν στο στέρνο του. Ο ερεθισμός του ήταν τόσο έντονος και εντυπωσιακός που η Λία ένιωσε ένα ρίγος ωμής γυναικείας δύναμης. Το φιλί του έγινε πιο βαθύ, απαιτώντας από κείνη όσα μπορούσε να δώσει. Η Λία συνειδητοποίησε ότι ήταν έτοιμη να του προσφέρει όλη τη φλογερή δίψα για ζωή που την καθοδηγούσε από τότε που θυμόταν τον εαυτό της. Η γλώσσα του ήταν καυτή, το σώμα του στιβαρό και αρρενωπό. Χαμένη σε μια θύελλα αισθήσεων, η Λία βύθισε τα δάχτυλά της στα μαλλιά του και του τράβηξε το κεφάλι προς τα κάτω. Τα γόνατά της λύγιζαν καθώς το ένα κύμα ηδονής διαδεχόταν μέσα της το άλλο, κάνοντάς τη να λιώνει. «Πρέπει να προχωρήσουμε αργά», μουρμούρισε ο Σεθ ανάμεσα στα φιλιά που σκόρπιζε στα μάγουλά της, στο πιγούνι της, στο λαιμό της. «Δεν πρέπει να βιαστούμε... Πάει πολύς καιρός για σένα και θέλω να σου δώσω...» Η απάντησή της ήταν να του τραβήξει το πουκάμισο και να το βγάλει απ’ το παντελόνι του. «Σε θέλω τώρα, Σεθ. Τώρα», τον ικέτεψε. Εκείνος πέταξε το μανδύα του στο πάτωμα κι έβγαλε το πουκάμισό του. Η Λία ένιωσε να της κόβεται η ανάσα. «Είσαι τόσο όμορφος», είπε βραχνά και ακούμπησε για μια στιγμή το μάγουλό της στο στέρνο του. Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά. Το δέρμα του ανέδιδε το καθαρό άρωμα του σαπουνιού και την προσωπική μυρωδιά του, τη μυρωδιά ενός ανθρώπου που της ήταν ταυτόχρονα άγνωστος και γνωστός. «Πώς βγαίνει το κοστούμι σου;» τη ρώτησε ο Σεθ, μ’ ένα γέλιο που της ήταν ήδη οικείο. «Είναι σαν να το έχουν ράψει πάνω σου». Η Λία του γύρισε την πλάτη. «Έχει φερμουάρ», είπε κι έσκυψε το κεφάλι της. Εκείνος χάραξε με το στόμα του ένα μονοπάτι στον απαλό λαιμό της, απολαμβάνοντάς τον πόντο πόντο και στέλνοντας ρίγη πόθου σε όλο της το κορμί. Ύστερα κατέβασε το φερμουάρ με μια κίνηση, αφήνοντας την πλάτη της γυμνή. Η Λία γύρισε πάλι μπροστά. Με μάτια που έκαιγαν, έβγαλε τα μανίκια και άφησε το κοστούμι να πέσει μέχρι τη μέση της. «Θεέ μου, τι όμορφη που είσαι», ψιθύρισε ο Σεθ. Το καυτό του βλέμμα έκανε τις θηλές της να σκληρύνουν. Πήρε τα στήθη της στις παλάμες του, χάιδεψε την αλαβάστρινη σάρκα τους κι έπειτα έσκυψε για να τα φιλήσει. Η Λία έβγαλε μια κραυγή, έγειρε αυθόρμητα μπροστά κι έκλεισε τα μάτια της παραδομένη στην ηδονή. Τα χέρια του Σεθ, αυτά τα υπέροχα, αισθαντικά χέρια, χάιδευαν τις σφιχτές καμπύλες της κοιλιάς και της μέσης της. Η αναπνοή της έγινε πιο γρήγορη, η φλόγα ανάμεσα στους μηρούς της δυνάμωνε αβάσταχτα. Σαν να το ήξερε, ο Σεθ την άγγιξε εκεί και η Λία έφτασε στην κορύφωση,
  • 14. φωνάζοντας το όνομά του με φωνή γεμάτη κατάπληξη και παραίτηση. Κατέρρευσε πάνω του αποκαμωμένη. «Ποτέ δεν... Αυτό δεν...» μουρμούρισε. «Δεν τελειώσαμε», είπε εκείνος με πάθος. Τη σήκωσε στην αγκαλιά του, διέσχισε το δωμάτιο και τη μετέφερε σε μια τεράστια κρεβατοκάμαρα. Την απέθεσε στη μέση του κρεβατιού κι έγειρε πάνω της, σκορπίζοντας φιλιά στα στήθη και στους ώμους της. Ύστερα κατέβηκε χαμηλότερα και της τράβηξε το κοστούμι απ’ τους γοφούς. Η Λία πέταξε τα παπούτσια της κι έβγαλε τη φόρμα, μένοντας ολόγυμνη μπροστά του. Βλέποντας τον Σεθ να την κοιτάζει με θαυμασμό, ένιωσε να αναδύεται και να ξεδιπλώνεται μέσα της κάτι που δεν είχε ξανανιώσει ποτέ. «Αυτή είμαι εγώ», του είπε με φωνή που έτρεμε. «Είσαι τόσο όμορφη. Τόσο γενναιόδωρη και θαρραλέα», απάντησε εκείνος. Η έκφρασή του την έκανε να θέλει να κλάψει. Μόνο πόθος είναι, σκέφτηκε απελπισμένα. Μόνο πόθος. «Σεθ», του είπε αποφασιστικά, «πολλά ρούχα φοράς».Το βλέμμα του την έκαιγε σαν φωτιά. «Βγάλε τη μάσκα σου», της είπε. «Σε παρακαλώ». Η Λία δάγκωσε το χείλι της, νιώθοντας τις άμυνές της να λυγίζουν στο άκουσμα αυτής της παθιασμένης ικεσίας από έναν άντρα που, θα έβαζε στοίχημα, σπάνια παρακαλούσε για οτιδήποτε. «Ήδη σου έδειξα πολλά», είπε. «Έχουμε μια νύχτα, Σεθ, μόνο μια νύχτα. Αλλά μια νύχτα μπορεί να είναι μια ολόκληρη ζωή, το ξέρεις τόσο καλά όσο κι εγώ». Δεν μπορούσε να του πει ποια είναι, γιατί ο Σεθ Τάλμποτ είχε τη δύναμη ν’ αλλάξει τη ζωή της. Ήταν σίγουρη γι’ αυτό. Από πέντε χρονών, από τότε που κράτησε στα χέρια της το πρώτο της βιολί, η Λία ήταν προσηλωμένη σε έναν και μοναδικό στόχο: να γίνει μια από τις καλύτερες του κόσμου. Δεν τον είχε πετύχει ακόμα. Με την ταπεινότητα του γνήσιου καλλιτέχνη ήξερε ότι είχε μπροστά της πολύ δρόμο. Επίσης, πριν από μία ώρα περίπου είχε ανακαλύψει ότι ένας άντρας ονόματι Σεθ Τάλμποτ μπορούσε να την εκτροχιάσει εντελώς. Να την αποσπάσει από τις φιλοδοξίες της, τη μελέτη της και τους πόθους της. Δεν μπορούσε να επιτρέψει κάτι τέτοιο. Σε κανέναν. «Θα σου δώσω ό,τι άλλο μου ζητήσεις εκτός από την ταυτότητά μου», του είπε χαμηλόφωνα. Με μια δυναμική κίνηση εκείνος σηκώθηκε κι έβγαλε τις μπότες και το παντελόνι του. «Ό,τι άλλο σου ζητήσω;» είπε μέσα απ’ τα δόντια του. «Είσαι σίγουρη;» «Ναι», απάντησε αποφασιστικά η Λία. «Είμαι». Το κορμί του με τις αδρές γραμμές και τους καλοσχηματισμένους μυς την υπνώτιζε. Η Λία γονάτισε στο κρεβάτι και το φως από το ανοιχτό παράθυρο άστραψε στις πούλιες της μάσκας της. Γέρνοντας μπροστά, πέρασε απαλά τη γλώσσα της πάνω απ’ τη θηλή του και η κοφτή, απότομη ανάσα του έκανε το αίμα της να πάρει φωτιά. Έπειτα τον έπιασε απ’ τους γοφούς, κλείνοντας τον ερεθισμό του στην απαλή κοιλάδα ανάμεσα στα στήθη της. Ο Σεθ έριξε το κεφάλι του πίσω, πιέζοντας το σώμα του στη σάρκα της. Ύστερα, εντελώς ξαφνικά, την ξάπλωσε ανάσκελα κι έπεσε από πάνω της. «Το μόνο που μπορώ να σκεφτώ είναι ότι σε θέλω», της είπε με κομμένη ανάσα. Χάιδεψε τα στήθη και την κοιλιά της με τα χέρια και τη γλώσσα του, έπειτα κατέβηκε χαμηλότερα για να της ανοίξει τα πόδια. Η Λία ήταν ήδη έτοιμη, ζεστή, υγρή και πρόθυμη. «Δεν μπορώ να πιστέψω ότι...» άρχισε να λέει, όμως ξέχασε τα πάντα όταν ο Σεθ την οδήγησε ξανά στην κορύφωση, κάνοντάς τη να ριγεί και να φωνάζει το όνομά του μέσα σε λυγμούς. Αλλά ούτε τότε σταμάτησε. Η Λία τον ένιωσε να ξαπλώνει ανάμεσα στα πόδια της, να μπαίνει μέσα της κι αυτή
  • 15. να τον τυλίγει σαν να ήταν φτιαγμένος για κείνη και μόνο. Οι κινήσεις του ήταν απαλές, το δικό της καλωσόρισμα φλογερό... Η Λία ριγούσε από κάτω του, εντελώς παραδομένη σ’ ένα ζευγάρωμα που δε θα μπορούσε να του αντισταθεί ακόμα κι αν επρόκειτο για την ίδια της τη ζωή. Έπειτα τον άκουσε να φωνάζει κοφτά, είδε το πρόσωπό του να συσπάται και βαθιά μέσα της ένιωσε την έκρηξη, τη λύτρωσή του, μαζί με τη δική της, που την ώθησε πάνω του σαν κύμα που σπάζει στα βράχια. Αποκαμωμένη η Λία τον τράβηξε να ξαπλώσει στο κορμί της. Το μέτωπό του πίεζε τη μάσκα στο μάγουλό της, όμως η ανάσα του της δρόσιζε το λαιμό. «Δεν έχω ξανανιώσει έτσι», είπε όταν ξαναβρήκε τη φωνή της. «Ούτε εγώ», απάντησε ο Σεθ. Η Λία θα ήθελε πολύ να πει κάποιο αστείο, να πάρει αψήφιστα μια ένωση που είχε ανατρέψει όλα όσα πίστευε για τον εαυτό της. Όμως ήξερε ότι θα ήταν άσκοπο, γιατί αυτή η ένωση δε γινόταν να υποβαθμιστεί τόσο εύκολα. «Και για σένα ήταν διαφορετικό;» τον ρώτησε. «Δεν το κατάλαβες;» «Δεν είμαι τόσο έμπειρη». «Αυτό που με χαρακτηρίζει είναι η δυνατότητά μου να διατηρώ πάντα τον έλεγχο», είπε κοφτά ο Σεθ, κοιτάζοντας τη Λία στα μάτια. «Όμως τώρα τον έχασα. Εντελώς. Μαζί σου». Τι έπρεπε να του απαντήσει; Η Λία ήταν σίγουρη ότι της έλεγε αλήθεια. Πραγματικά, αυτό ήταν η εμπιστοσύνη, σκέφτηκε με ένα ρίγος πανικού. Πώς μπορούσε να εμπιστεύεται έναν άντρα που είχε γνωρίσει μόλις πριν από μία ώρα; Η εμπιστοσύνη ήταν κάτι στο οποίο βασίζονταν οι φιλίες. Όχι οι έρωτες της μιας βραδιάς. «Κι εγώ το ίδιο», μουρμούρισε. «Τον έχασα, εννοώ». «Το πρόσεξα», είπε ξερά ο Σεθ. Εκείνη του χαμογέλασε αμυδρά. «Μήπως πρέπει να είμαστε λιγότερο βιαστικοί την επόμενη φορά;» «Μάλλον. Αν έμαθα κάτι σ’ αυτή τη μία ώρα, είναι να μην κάνω προβλέψεις σε σχέση μ’ εσένα. Είναι μάταιος κόπος». Ξαφνικά η Λία σοβαρεύτηκε. «Θα έχεις πάει με πολλές... Δεν καταλαβαίνω γιατί μ’ εμένα διέφερε». «Δεν αλλάζω τις γυναίκες σαν τα πουκάμισα, δε λειτουργώ έτσι. Ούτε αφήνω καμιά τους να με πλησιάσει υπερβολικά. Όμως μαζί σου δεν είχα άλλη επιλογή». Η έκφραση του Σεθ ήταν επιθετική. «Αυτό είναι το τρομακτικό», είπε η Λία, νιώθοντας ξανά να τη διαπερνά ένα ρίγος. «Ούτε κι εγώ είχα». «Και τώρα σε θέλω πάλι», είπε εκείνος με ένταση. «Θέλω να εξερευνήσω αργά, πόντο πόντο το κορμί σου, να μάθω τι σου αρέσει. Να βάλω πάνω σου τη σφραγίδα μου για να μη με ξεχάσεις ποτέ». «Σεθ», είπε απαλά η Λία. «Δε θα σε ξεχάσω ποτέ». Το πρόσωπό του πήρε μια έκφραση απελπισίας. «Ωστόσο, δε μου λες ποια είσαι». «Ξέρεις για μένα όσα κανένας άλλος!» απάντησε εκείνη με ειλικρίνεια. «Αυτό πρέπει να σου αρκεί». «Κατάλαβα», είπε ο Σεθ και της χάιδεψε το γοφό. «Το δέρμα σου είναι τόσο μεταξένιο, τόσο απαλό...» Έπιασε τη θηλή της με τα δυο του δάχτυλα και την πίεσε απαλά. «Σ’ αρέσει αυτό, ε;» «Ναι», ψιθύρισε η Λία, δίνοντάς του ένα φιλί. «Μ’ αρέσει».
  • 16. Χάδι με το χάδι, εκείνος την έφερε κοντά του και η Λία ένιωθε πως κάθε του χάδι ήταν ποτισμένο με τρυφερότητα και ειλικρινή επιθυμία να την ευχαριστήσει. Για να τον ανταμείψει χάιδεψε το στέρνο του, τη μέση και τα λαγόνια του, ώσπου τελικά έφτασε στο πιο ευαίσθητο σημείο του κορμιού του. Είδε τα μάτια του να σκουραίνουν κι άκουσε την ανάσα του να γίνεται πιο γρήγορη. «Όχι τόσο γρήγορα», της είπε λαχανιασμένος. Τη σήκωσε και την έφερε καθιστή πάνω του, χαϊδεύοντας τη μέση της, ενώ το παριζιάνικο φεγγάρι την έλουζε στο λευκό του φως. Η Λία έκλεισε τα μάτια και τύλιξε γύρω του το κορμί της. Ο Σεθ μπήκε μέσα της αργά και πήρε τα στήθη της στο στόμα του. Συγκλονισμένη από την ηδονή, εκείνη πέρασε τα δάχτυλά της στο ξανθό τρίχωμα του στέρνου του κι έριξε το κεφάλι της πίσω. Αυτή τη φορά η κορύφωση έφτασε σιγά σιγά, όπως η ζέστη μιας καλοκαιριάτικης μέρας μαζί με την αυγή. Η καρδιά της χτυπούσε δυνατά στην παλάμη του. Ο Σεθ της έκανε έρωτα με αργές, μακρόσυρτες κινήσεις που την έφερναν όλο και πιο κοντά στην έκσταση. Ενώ η Λία περίμενε τη λύτρωσή του, από τα χείλη της ακούστηκαν οι κραυγές της δικής της. Καθώς συνέχισε να κινείται πάνω του, ερεθισμένη από το ίδιο της το πάθος, ο Σεθ ανασήκωσε τους γοφούς του και βούλιαξε μαζί της σ’ εκείνη την άβυσσο που ήταν προανάκρουσμα θανάτου και ταυτόχρονα η χαρά της αναγέννησης. Η Λία κατέρρευσε στην αγκαλιά του και η μάσκα της καρφώθηκε στο στέρνο του. Ήθελε να τη βγάλει, γιατί ήταν άβολη, αλλά και γιατί ήθελε να δει ο Σεθ τα μάτια της που μέσα τους ήξερε ότι καθρεφτίζονταν όλη η κατάπληξη και η ικανοποίησή της. Όμως δεν έπρεπε. Είχε και μια ζωή έξω απ’ αυτό το δωμάτιο. Ο έλεγχος αυτής της ζωής θα ξέφευγε από τα χέρια της αν επέτρεπε στον Σεθ Τάλμποτ να γίνει κομμάτι της. Δε θα μπορούσε ούτε καν να ξαναπιάσει το βιολί της. Δε γινόταν να πετάξει στα σκουπίδια τους στόχους της, κόπους και θυσίες δεκαεφτά χρόνων, εξαιτίας ενός άντρα, επειδή την είχαν μαγέψει τα πράσινα μάτια του με τις χρυσαφιές σπίθες. «Είσαι καλά;» τη ρώτησε γλυκά ο Σεθ και την έσφιξε απ’ τη μέση με έναν τρόπο πολύ κτητικό. Η Λία προσπάθησε να βρει τη φωνή της. Να γυρίσει πίσω από έναν κόσμο όπου είχε μεταμορφωθεί σε μια άγνωστη, σε μια γυναίκα που την ύπαρξή της ούτε καν υποψιαζόταν. «Ναι. Όχι. Πολύ περίπλοκες ερωτήσεις κάνεις», του είπε. Εκείνος γέλασε κοφτά. «Με κολακεύεις». «Πίστεψέ με, δε σε κολακεύω καθόλου». «Δηλαδή σ’ αρέσει να κάνεις έρωτα μαζί μου». «Μην ψαρεύεις κομπλιμέντα, Σεθ Τάλμποτ. Το αρέσει ούτε καν πλησιάζει στο πώς με κάνεις να αισθάνομαι. Αλλά ξέρεις κάτι;» «Τι;» «Δεν έφαγα βραδινό, γιατί σκόπευα να φάω στο χορό. Πεινάω». «Θες φαγητό; Ενώ έχεις εμένα;» «Ναι», είπε η Λία, γελώντας. «Συγνώμη γι’ αυτό». Ο Σεθ σηκώθηκε, τραβώντας τη μαζί του. «Υπάρχει μια λαμπρή επινόηση που λέγεται υπηρεσία δωματίου. Τι θα ήθελες να φας;» Το χαμόγελό του ζέστανε εκείνα τα απίθανα πράσινα μάτια. Μήπως ήταν τρελή που της φάνηκε ότι διέκρινε τρυφερότητα πίσω απ’ αυτή τη ζεστασιά; «Κρέπες με θαλασσινά και για επιδόρπιο κάνε μου έκπληξη», είπε βιαστικά. «Έγινε», απάντησε ο Σεθ. Έπιασε το τηλέφωνο, είπε κάτι σε άψογα γαλλικά και άφησε το
  • 17. ακουστικό στη θέση του. Έπειτα σηκώθηκε και τεντώθηκε με αισθησιακή νωχελικότητα. «Αισθάνομαι υπέροχα», είπε. «Και δείχνεις ακόμα πιο υπέροχα», σχολίασε μουδιασμένα η Λία. «Δε ρίχνεις κάτι πάνω σου πριν ανοίξεις την πόρτα;» «Μη σοκάρουμε το προσωπικό». Ο Σεθ μπήκε στο μπάνιο και λίγα λεπτά αργότερα βγήκε με δυο άσπρα μπουρνούζια. «Πάρε», είπε, πετώντας το ένα στην αγκαλιά της Λία. Η φωνή του βάθυνε. «Δε θέλω να βλέπει άλλος την ομορφιά σου». Θέλω να βάλω τη σφραγίδα μου πάνω σου... Η Λία δεν άντεχε τόση κτητικότητα. Τότε γιατί ένιωθε μια τσιμπιά ζήλιας και μόνο που σκεφτόταν τον Σεθ με άλλη; Για εξήγησέ μας, είπε στον εαυτό της, αλλά ήξερε ότι δεν μπορούσε.
  • 18. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3 Η Λία τράβηξε το μπουρνούζι στα στήθη της, που πάντα πίστευε ότι ήταν πολύ μεγάλα. «Την ομορφιά μου;» επανέλαβε. «Καλή είμαι, αλλά...» «Είσαι υπέροχη», είπε κοφτά ο Σεθ. Εκείνη ένιωσε τα μάγουλά της να κοκκινίζουν κάτω απ’ τη μάσκα και το μεϊκάπ της. «Δεν υπάρχει λόγος να λογομαχούμε». «Κανένας απολύτως. Έχω την αίσθηση ότι δεν έχεις ακούσει και πολλά κομπλιμέντα στη ζωή σου». Οι γονείς της, προσηλωμένοι στη δική τους καριέρα, είχαν πολύ υψηλά πρότυπα. Της έδιναν συμβουλές όποτε το έκριναν αναγκαίο, αλλά σπάνια την επαινούσαν. Ο Λάιονελ, με τον οποίο είχε εκείνη τη σύντομη σχέση, ήταν πολύ εγωκεντρικός για να κάνει κομπλιμέντα. Όσο για τη μουσική της, οι κριτικοί μόλις πρόσφατα είχαν αρχίσει να την προσέχουν. Κάποιοι έδιναν με το σταγονόμετρο τους επαίνους τους –και πόσο διψούσε γι’ αυτούς, σκέφτηκε με πίκρα η Λία. «Ταξιδεύεις», είπε ο Σεθ. Η Λία επανήλθε απότομα στην πραγματικότητα. Σ’ έναν άνθρωπο που απαιτούσε από κείνη την αλήθεια, όπως και το βιολί της. «Με αναστάτωσες...» είπε ταραγμένη. «Και όχι μόνο σεξουαλικά». Είχε σκυμμένο το κεφάλι, έτσι δεν είδε πόσο έντονα την παρατηρούσε ο Σεθ. «Ωραία», της είπε. «Α, χτυπάνε την πόρτα. Πάω να ανοίξω και γυρίζω αμέσως». Ο Σεθ επέστρεψε στην κρεβατοκάμαρα, τσουλώντας ένα μαονένιο κυλιόμενο τραπεζάκι καλυμμένο με λευκό λινό τραπεζομάντιλο. Άνοιξε τα καπάκια με μια θεατρική κίνηση και μέσα σε δευτερόλεπτα η Λία καθόταν δίπλα του στο κρεβάτι, ισορροπώντας σ’ ένα δίσκο ένα πιάτο Λιμόζ. Οι κρέπες έδειχναν και μύριζαν υπέροχα. «Μπον απετί», είπε και άρχισε να τρώει με όρεξη. Ο Σεθ γέμισε το ποτήρι της με φίνο παγωμένο Σαρντονέ. Εκείνη και πάλι δεν πρόσεξε πώς την παρατηρούσε όσο έτρωγε, απολαμβάνοντας την κάθε μπουκιά. Αφού η Λία μάζεψε με ένα κομμάτι τραγανή μπαγκέτα και το τελευταίο ίχνος της βελούδινης σος από το πιάτο της, ο Σεθ σήκωσε το ασημένιο σκέπασμα του δίσκου με τα γλυκά. Η Λία γούρλωσε τα μάτια της. «Είναι αριστουργήματα! Ω, κοίτα, μικροί τέλειοι κύκνοι γεμισμένοι με σαντιγί... Θα πάρω έναν». Δάγκωσε την αφράτη και τραγανή ζύμη. Η κρέμα είχε γεύση Γκραν Μαρνιέ. «Έχω πεθάνει και είμαι στον παράδεισο», ανακοίνωσε. «Άρα έχω ανταγωνιστή», είπε ο Σεθ. Εκείνη γέλασε, του έβαλε λίγη κρέμα στο πιγούνι και την έγλειψε προκλητικά. «Δε γίνεται να έχω και εσένα και τον κύκνο;» Ο Σεθ της έδωσε μια τάρτα με κρεμ ανγκλέζ και γλασαρισμένη φράουλα. «Έχεις όρεξη για ζωή, μικρή μου πεταλούδα». Η Λία έγλειψε την κρέμα από τα δάχτυλά της. «Η ζωή είναι για να τη γλεντάς», είπε με στόμφο. «Είσαι... πόσων χρονών, αλήθεια; Είκοσι; Είκοσι ενός; Κι έχεις πάει μόνο με έναν άντρα; Εγώ δε θα το χαρακτήριζα ακριβώς γλέντι». «Είμαι είκοσι δύο χρονών κι ενδιαφέρομαι και για άλλα πράγματα εκτός από το σεξ. Ας μη
  • 19. μαλώνουμε, Σεθ, διασκεδάζω πάρα πολύ». «Τι είδους πράγματα; Με τι ασχολείσαι όταν δεν πηγαίνεις σε χορούς μεταμφιεσμένων;» Η αλήθεια ήταν πως η Λία, υποσυνείδητα, περίμενε ότι θα του κινούσε την περιέργεια. «Εγώ δε σε ρώτησα τι δουλειά κάνεις», του είπε, υψώνοντας το πιγούνι της. «Ούτε κι εσύ να ρωτάς. Μου υποσχέθηκες να μην κάνεις προσωπικές ερωτήσεις». «Είμαι ιδιοκτήτης και διευθυντής του Ομίλου Επιχειρήσεων Τάλμποτ. Τον έχεις ακουστά;» Η Λία μαρμάρωσε. «Της Ταλ-Αιρ;» ρώτησε και ο Σεθ κούνησε το κεφάλι του. «Πετάω συχνά με την εταιρεία σου. Τα αεροπλάνα είναι στην ώρα τους, τα καθίσματα αναπαυτικά και το προσωπικό φιλικό». «Προσπαθούμε», είπε ο Σεθ και ύστερα πρόσθεσε ανάλαφρα: «Δηλαδή ταξιδεύεις πολύ;» Η Λία μετάνιωσε που του είχε δώσει έστω κι αυτή τη μικρή προσωπική πληροφορία. «Όχι και τόσο», απάντησε ψυχρά. «Είσαι ιδιοκτήτης και της Ταλ-Όιλ;» Ο Σεθ ένευσε καταφατικά. «Κι ενός στόλου από τάνκερ και κρουαζιερόπλοια». «Έτσι εξηγούνται η σουίτα και οι κύκνοι», είπε η Λία, τρώγοντας την τελευταία μπουκιά του γλυκού της. «Είσαι πολύ πλούσιος», πρόσθεσε σαν να τον κατηγορούσε. Ο Σεθ δάγκωσε ένα εκλέρ. «Με βελγική σοκολάτα», της είπε. «Θέλεις λίγο;» Η αλλαγή θέματος την έκανε να σαστίσει, αλλά πιθανόν αυτό να επιδίωκε. «Το Παρίσι είναι για εραστές, σωστά;» του είπε και ακούμπησε το χέρι της στο δικό του καθώς δάγκωνε την απαλή και πλούσια σοκολάτα. «Δηλαδή κάνουμε έρωτα ή πόλεμο;» ρώτησε προκλητικά ο Σεθ. «Εσύ πες μου». Ο Σεθ πήρε το δίσκο απ’ την αγκαλιά της, κατέβασε τα πόδια του απ’ το κρεβάτι και την τράβηξε να σηκωθεί. «Έλα μαζί μου, θέλω να σου δείξω τη βεράντα». Η Λία κράτησε το χέρι που με τόση οικειότητα είχε εξερευνήσει το σώμα της και προχώρησε ξυπόλυτη στο χαλί. Εκείνος άνοιξε τις πόρτες και βγήκαν στη βεράντα με τις λουλουδιασμένες γλάστρες, τον κρύο αέρα της νύχτας και τη μαγεία της πιο ερωτικής πόλης του κόσμου. Πίσω τους ηχούσε η αδιάκοπη κίνηση της Ρυ ντε Ριβολί. Πέρα από τον Κεραμεικό φαινόταν ο Σηκουάνας. Τα φώτα του Καρτιέ Λατέν και του Λεζ Ινβαλίντ καθρεφτίζονταν στον ουρανό. Η Λία αναστέναξε. «Υπέροχο», ψιθύρισε. «Υπέροχο», συμφώνησε ο Σεθ. Τη γύρισε στην αγκαλιά του και την έσπρωξε στον τοίχο. Το μπουρνούζι της γλίστρησε απ’ τους ώμους της και το δικό του άνοιξε. Άρχισαν να φιλιούνται με πάθος. Σάρκα στη σάρκα, φλόγα στη φλόγα, πόθο στον πόθο, ώσπου ο Σεθ τη σήκωσε λες και ήταν ελαφριά σαν πεταλούδα. Η Λία τύλιξε τα πόδια της στη μέση του και τον βοήθησε να μπει μέσα της, ενώ η ανάσα της έβγαινε λαχανιασμένα. Δεν πέρασε πολλή ώρα μέχρι να νιώσει το κορμί της να ανατριχιάζει από την ένταση της κορύφωσης και ο Σεθ την ακολούθησε μ’ ένα βαθύ, μακρόσυρτο βογκητό. Η Λία γύρισε αργά στην πραγματικότητα. Ο πέτρινος τοίχος τής έγδερνε την πλάτη. Τα πόδια της είχαν κρυώσει. «Ακόμα και στο Παρίσι θα μας συλλάμβαναν για προσβολή της δημοσίας αιδούς», είπε βραχνά. «Τότε καλύτερα να πάμε μέσα», είπε ο Σεθ και τη μετέφερε πάλι στην πράσινη και ασημένια χλιδή της κρεβατοκάμαρας. «Πρέπει να ξαπλώσω», μουρμούρισε εκείνη με το πρόσωπο κρυμμένο στο στήθος του. Θα ξεχνούσε ποτέ το άρωμα της επιδερμίδας του; Η δική της είχε ποτιστεί μ’ αυτό. Πραγματικά είχε
  • 20. αφήσει πάνω της τη σφραγίδα του. Ο Σεθ την απέθεσε στο κρεβάτι με μια τρυφερότητα που της έφερε δάκρυα στα μάτια. Αν ήταν ειλικρινής, θα του έλεγε ότι όλο εκείνο το βράδυ έκαναν έρωτα, όχι πόλεμο. Όμως δεν ήθελε καν να σκεφτεί τη λέξη έρωτας σε σχέση με τον Σεθ. «Κράτα με στην αγκαλιά σου», του είπε με φωνή που έτρεμε, χωρίς να ξέρει τι ακριβώς ήθελε απ’ αυτόν. Εκείνος ξάπλωσε δίπλα της, την πήρε στα χέρια του και την έκλεισε στη ζεστασιά του κορμιού του. Η Λία κούρνιασε στην αγκαλιά του, νιώθοντας την επιθυμία να κάνουν πάλι έρωτα... Σε λίγο, σκέφτηκε, όταν θα ηρεμούσε η αναπνοή της. Και αναπάντεχα γρήγορα, όπως συμβαίνει στα μικρά παιδιά, αποκοιμήθηκε. * * * Ξύπνησε μες στο σκοτάδι, συνειδητοποιώντας αμέσως πού βρισκόταν. Κάποιος –ποιος άλλος απ’ τον Σεθ;– είχε κλείσει τις βαριές κουρτίνες από δαμασκηνό ύφασμα. Ο χώρος φωτιζόταν μόνο από το αχνό φωτάκι της νύχτας στο μπάνιο. Ο Σεθ. Που την είχε μαγέψει ψυχή τε και σώματι. Ήταν κολλημένος στην πλάτη της, η ανάσα του χάιδευε το γυμνό της ώμο. Η Λία συστράφηκε στην αγκαλιά του και τα μάτια της προσαρμόστηκαν στο σκοτάδι. Το πρόσωπό του, καθώς κοιμόταν, ήταν γεμάτο δύναμη και ταυτόχρονα ευάλωτο, μ’ έναν τρόπο που άγγιζε τις πιο ευαίσθητες χορδές της καρδιάς της. Η Λία γύρισε απ’ την άλλη, καταλαβαίνοντας ότι έπρεπε να φύγει. Να φύγει μακριά του. Όσο ήταν ακόμα καιρός. Μετακινήθηκε όσο πιο προσεκτικά μπορούσε, σήκωσε το χέρι του απ’ τη μέση της και τραβήχτηκε ως την άκρη του κρεβατιού. Η στολή της ήταν ριγμένη σε μια πολυθρόνα Λουί Κατόρζ, τα παπούτσια της τακτικά τοποθετημένα πάνω στο χαλί. Η Λία τα είχε πετάξει στο πάτωμα όπως όπως, πράγμα που σήμαινε ότι ο Σεθ δεν είχε κοιμηθεί το ίδιο γρήγορα. Ίσως και να την παρατηρούσε όσο κοιμόταν. Πήρε τα ρούχα της και πήγε στο μπάνιο, πατώντας στα νύχια. Το μεϊκάπ της είχε πασαλειφτεί. Φόρεσε τη φόρμα και σήκωσε το φερμουάρ. Τα φτερά κρέμονταν άψυχα απ’ τα μανίκια. Το κοστούμι δεν ήταν πια προκλητικό, ήταν απλώς γελοίο. Πήρε τα παπούτσια της, προχώρησε σαν γάτα στο ξύλινο πάτωμα κι έφτασε στη μεγάλη δίφυλλη πόρτα που οδηγούσε στην ελευθερία. Ο μανδύας του Σεθ ήταν πεταμένος σ’ ένα κομψό τραπέζι- αντίκα δίπλα στην πόρτα. Νιώθοντας βαθιά ανακούφιση, η Λία τον άρπαξε και τυλίχτηκε στις μαύρες πτυχές του. Ύστερα, με την καρδιά της να χτυπάει σαν ταμπούρλο, άνοιξε την πόρτα, γλίστρησε έξω και την ξανάκλεισε όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Προχώρησε βιαστικά στο διάδρομο προς την κόκκινη πινακίδα με την ένδειξη «Έξοδος». Αφού φόρεσε τα λεπτεπίλεπτα σανδάλια της, κατέβηκε αρκετούς ορόφους από τη σκάλα κι έφτασε στο λόμπι. Ο πορτιέρης τής άνοιξε τη γυάλινη πόρτα ευγενικά, ρωτώντας την αν θα ήθελε ένα ταξί. «Νο, μερσί», είπε η Λία χαμογελώντας αφηρημένα και βγήκε στο δρόμο σαν να ήταν συνηθισμένη να βγαίνει από πολυτελή ξενοδοχεία τις μικρές ώρες. Ούτε άμαξα ούτε κολοκύθα, σκέφτηκε αναστατωμένη. Η Σταχτοπούτα είχε απλώς χορέψει με τον πρίγκιπα. Δεν είχε κάνει έρωτα μαζί του... Πέρασαν ένα ταξί κι ένα σκούτερ. Η Λία έστριψε σε μια γωνία κι έπειτα κοίταξε πίσω της, ξέροντας υποσυνείδητα ότι ήταν σημαντικό να καλύψει τα ίχνη της.
  • 21. Ο μανδύας είχε κουκούλα. Τη φόρεσε κι άρχισε να βαδίζει βιαστικά στους έρημους δρόμους, ακολουθώντας μια τεθλασμένη πορεία για να φτάσει στο διαμέρισμα του Ματιέ, που είχε φύγει για μια σειρά συναυλιών. Το κλειδί του ήταν σε μια μικροσκοπική τσέπη στη φόρμα της. Το μεταλλικό του περίγραμμα στο μηρό της την έκανε να νιώθει τεράστια ανακούφιση. Τριάντα λεπτά αργότερα η Λία ήταν στο διαμέρισμα. Κοίταξε γύρω της σαν να μην ήξερε πού ακριβώς βρισκόταν. Ή αν ήθελε να βρίσκεται εκεί. Ο Ματιέ ήταν λάτρης του μινιμαλισμού. Άσπροι τοίχοι, μαύρες δερμάτινες πολυθρόνες, τρεις ασπρόμαυρες φωτογραφίες πάνω από το πανάκριβο ηχοσύστημα. Ένας χώρος εκ διαμέτρου αντίθετος απ’ την πολυτελή σουίτα του Σεθ. Ο Σεθ. Δεν έπρεπε να τον σκέφτεται. Στις τέσσερις το απόγευμα είχε πρόβα στη Στοκχόλμη, το βράδυ κοντσέρτο. Το αεροπλάνο της έφευγε απ’ το Ορλύ νωρίς το πρωί. Στο μπάνιο η Λία είδε κι έπαθε μέχρι να βγάλει τη μάσκα, που την είχε στερεώσει με κόλλα πάνω απ’ τα αυτιά. Έπειτα απομάκρυνε και τα τελευταία ίχνη μακιγιάζ από το πρόσωπό της, τράβηξε από τα μαλλιά της τα τσιμπιδάκια και τα άφησε ελεύθερα. Έβγαλε τη φόρμα της και την έβαλε μαζί με τη μάσκα και τα παπούτσια στο κουτί που της είχαν δώσει στο κατάστημα. Χθες, πριν φύγει για το χορό, είχε προνοήσει να πάρει γραμματόσημο, κάτι που τώρα την έκανε να νιώσει πολύ ικανοποιημένη με τον εαυτό της. Θα ταχυδρομούσε το κουτί καθ’ οδόν προς το αεροδρόμιο. Επειδή ήθελε να διατηρήσει την ανωνυμία της πάση θυσία, είχε δώσει στο κατάστημα με τα κοστούμια ψεύτικο όνομα. Έτσι θα ήταν ασφαλής όταν ο Σεθ θα προσπαθούσε να τη βρει –γιατί ήταν σίγουρη ότι θα το έκανε. Δεν είχε γίνει μεγιστάνας των επιχειρήσεων μένοντας με τα χέρια σταυρωμένα και περιμένοντας να του πέσουν όλα απ’ τον ουρανό. Πάλι τον σκεφτόταν! Και είχε ορκιστεί να μην το κάνει. Ξέροντας πως έπρεπε να βιαστεί, προχώρησε γυμνή προς το μπάνιο. Στον καθρέφτη είδε μια γυναίκα που δεν αναγνώριζε πλέον. Τα χαρακτηριστικά της ήταν τα ίδια –στιλπνά μαύρα μαλλιά και σκούρα καστανά μάτια, κληρονομιά του Ιταλού πατέρα της. Τα έντονα ζυγωματικά, τα τοξωτά φρύδια και το ψηλό, λυγερό κορμί ήταν δώρο της Νορβηγίδας μητέρας της. Όλα τα υπόλοιπα ήταν που είχαν αλλάξει. Ανίκανη να αντισταθεί στον πειρασμό, η Λία σήκωσε το χέρι της και μύρισε το αδιόρατο άρωμα του Σεθ. Νιώθοντας τον πόνο να την πλημμυρίζει, έκλεισε τα μάτια κι έφερε στο μυαλό της την εικόνα του. Θυμήθηκε τις γραμμές του σώματός του, την αναστάτωση στα πράσινα μάτια του όταν έφτανε στην κορύφωση. Την είχε κατακτήσει. Όχι μόνο το κορμί της, αλλά και την ψυχή της. Δαγκώνοντας το χείλι της, η Λία άνοιξε το ντους, μπήκε στην μπανιέρα και πήρε το σαπούνι. Αν έβγαζε τον Σεθ απ’ το πετσί της, σίγουρα θα τον έβγαζε κι από τη μνήμη της. Ένας άντρας ήταν. Απλώς ένας άντρας. Δε θα τον ξανάβλεπε ποτέ. Δεν είχε φροντίσει γι’ αυτό με κάθε τρόπο; * * * Μισοκοιμισμένος ακόμα, ο Σεθ άπλωσε το χέρι για ν’ αγγίξει την πεταλούδα-ερωμένη του. Είχε κοιμηθεί κρατώντας τη στην αγκαλιά του, με την επιθυμία να ξυπνήσει μ’ εκείνη στο πλάι του. Στο φως της μέρας θα ανακάλυπτε ποια ήταν. Θα την έκανε να καταλάβει, όπως καταλάβαινε κι ο ίδιος,
  • 22. ότι δε γινόταν να χωρίσουν οι δρόμοι τους... Αλλά πού ήταν; Τα μάτια του άνοιξαν. Το πρωινό φως έλαμπε μέσα από τα ανοίγματα στις κουρτίνες. Και στο κρεβάτι ήταν ολομόναχος. Το κοστούμι της έλειπε. Ο Σεθ στηρίχτηκε στον αγκώνα του και αφουγκράστηκε, αλλά το μόνο που άκουσε ήταν το απόμακρο βουητό της πόλης. Σηκώθηκε απ’ το κρεβάτι βιαστικά. Τα παπούτσια της έλειπαν κι αυτά. Ολόγυμνος και με την καρδιά του σαν ένα κομμάτι πάγο, πήγε να δει στο μπάνιο. Το πρόσωπό του τον κοιτούσε ανέκφραστο μέσα απ’ τον καθρέφτη. Ξαναβγήκε. Το σαλόνι ήταν άδειο. Ο μανδύας του έλειπε απ’ το τραπέζι δίπλα στην πόρτα. Πνίγοντας την περηφάνια του, έψαξε κάθε επιφάνεια της σουίτας για κάποιο σημείωμα, αλλά δε βρήκε κανένα. Η πεταλούδα είχε πετάξει. Χωρίς ν’ αφήσει ίχνη. Κατάπληκτος ο Σεθ γύρισε στην κρεβατοκάμαρα και κάθισε βαριά στο κρεβάτι. Το κυλιόμενο τραπεζάκι ήταν ακόμα εκεί, όμως τα γλυκά που είχαν απομείνει δεν έδειχναν πια προκλητικά. Θυμήθηκε την άγνωστη ερωμένη του να τα απολαμβάνει, έπειτα να γλείφει την κρέμα από το πιγούνι του με το φιλήδονο στόμα της... Βόγκηξε κι έκρυψε το πρόσωπό του στις παλάμες του. Πώς είχε αποκοιμηθεί σαν ανόητος; Πώς την είχε αφήσει να του το σκάσει; Δεν ήξερε τίποτα γι’ αυτήν. Ούτε το όνομά της, ούτε τι δουλειά έκανε, ούτε καν πώς ήταν το πρόσωπό της κάτω από εκείνη τη μάσκα. Τη μάσκα που είχε αρνηθεί να βγάλει. Δεν μπορούσε να την κατηγορήσει. Έκανε ό,τι ακριβώς είχαν συμφωνήσει. Θα του δινόταν για μια νύχτα και μετά θα εξαφανιζόταν. Σαν να της ήταν εντελώς αδιάφορος. Ο Σεθ έσφιξε το μέτωπό του, συνειδητοποιώντας το τεράστιο λάθος που είχε κάνει από εγωισμό και αλαζονεία. Ήταν σίγουρος ότι μπορούσε να την κάνει ν’ αλλάξει γνώμη. Ότι αργά ή γρήγορα θα έβγαζε τη μάσκα και θα του έλεγε τ’ όνομά της. Δεν είχε καταφέρει ούτε το ένα ούτε το άλλο. Αντιθέτως, εκείνη περίμενε μέχρι να τον πάρει ο ύπνος για να το σκάσει. Πώς τον είχε παρατήσει έτσι, λες κι αυτό που είχε συμβεί ανάμεσά τους ήταν εξίσου ασήμαντο με μια παρτίδα χαρτιά ή ένα ποτό στο μπαρ; Ο Σεθ σηκώθηκε, πήγε στο παράθυρο και τράβηξε τις κουρτίνες. Η λάμψη του ήλιου τον έκανε να μορφάσει. Στο βάθος του ορίζοντα ο Πύργος του Άιφελ άστραφτε σαν βελόνα στο φως. Εντάξει, σκέφτηκε και με μια μικρή δόση χιούμορ παραδέχτηκε ότι γινόταν γελοίος. Είχε φύγει. Και λοιπόν; Μια γυναίκα ήταν. Απλώς μια γυναίκα. Ο κόσμος ήταν γεμάτος γυναίκες και ποτέ δεν είχε πρόβλημα να βρει κάποια να ζεστάνει το κρεβάτι του. Αλλά καμιά τους δεν τον είχε αγγίξει ποτέ έτσι, στην καρδιά και στην ψυχή, όπως τον άγγιξε εκείνη το προηγούμενο βράδυ. Ποτέ δεν τους το επέτρεπε. Όμως από τη στιγμή που είδε τη γυναίκα με το τιρκουάζ κοστούμι ήξερε πως δε γινόταν αλλιώς. Μ’ έναν τρόπο που ο Σεθ δεν μπορούσε να εξηγήσει, αυτή η άγνωστη είχε διαπεράσει όλες του τις άμυνες. Και τώρα είχε φύγει. Αφήνοντάς τον πιο μόνο από ποτέ.
  • 23. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4 Ο Σεθ χτύπησε το χέρι του στο κούφωμα του παραθύρου κι ο ξαφνικός πόνος τον έκανε να συνέλθει. Θα έκανε ένα ντους και θα ντυνόταν. Έπειτα θα σήκωνε το τηλέφωνο και θα έβαζε να βρουν τη μυστηριώδη ερωμένη του. Κάποιο ίχνος θα είχε αφήσει. Όλοι άφηναν. Θα την έβρισκε. Αργά ή γρήγορα. Και μπορούσε να πληρώσει για το «γρήγορα». Και τότε θα της έλεγε τι ακριβώς σκεφτόταν γι’ αυτήν, που είχε ξεγλιστρήσει μες στο σκοτάδι σαν κλέφτης. Ξαφνικά σκέφτηκε κάτι που τον ταρακούνησε. Προφυλακτικό. Δεν είχε χρησιμοποιήσει. Ούτε που το είχε σκεφτεί. Είχε καταπατήσει έναν από τους βασικούς κανόνες του. Πόσες φορές είχαν κάνει έρωτα; Τρεις; Και ούτε μια φορά δεν του πέρασε απ’ το μυαλό να βγάλει το πακέτο που είχε στο χαρτοφύλακά του. Ούτε εκείνη είχε αναφέρει κάτι για προφύλαξη. Ίσως να έπαιρνε αντισυλληπτικά. Οι περισσότερες έπαιρναν. Θεωρούνταν δεδομένο. Όμως εκείνη είχε να πάει με άντρα τρία χρόνια. Γιατί να έπαιρνε το χάπι; Ήταν έξυπνη γυναίκα, πολύ έξυπνη για να κάνει έρωτα με έναν άγνωστο χωρίς να πάρει τα μέτρα της. Ο Σεθ θεωρούσε τον εαυτό του ευφυέστερο από το μέσο όρο. Κι όμως, το περασμένο βράδυ σκεφτόταν με τις ορμόνες του, όχι με το μυαλό του. Γιατί όχι κι εκείνη; Χτύπησε πάλι τη γροθιά του στο παράθυρο, προσπαθώντας απελπισμένα να βάλει σε τάξη τις σκέψεις του. Το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να εύχεται να μην την είχε αφήσει έγκυο. Από τότε που είχε μεγαλώσει αρκετά ώστε να το σκεφτεί, είχε αποφασίσει να μην κάνει ποτέ του παιδί. Οι γονείς του τον είχαν απαλλάξει από τη συγκεκριμένη επιθυμία εδώ και χρόνια. Μαζί με πολλά άλλα. Αλλά τώρα δεν ήταν ώρα να σκέφτεται τους γονείς του. Όχι στις εφτά το πρωί, με λιγότερες από τέσσερις ώρες ύπνο. Ο Σεθ έκανε ένα ντους και φόρεσε ένα κοστούμι με λεπτές ρίγες κι ένα γαλάζιο πουκάμισο ραμμένο κατόπιν παραγγελίας. Συμπλήρωσε την εμφάνισή του με μια μεταξωτή γραβάτα και τα ιταλικά, δερμάτινα παπούτσια του, που χάρη στο προσωπικό του ξενοδοχείου έλαμπαν σαν καθρέφτης. Δεν ήταν πια ντυμένος σαν ληστής, ωστόσο συνέχιζε να αισθάνεται έτσι. Σήκωσε το τηλέφωνο κι έπιασε δουλειά. Είκοσι λεπτά αργότερα είχε μιλήσει στον υπάλληλο της υποδοχής, τον πορτιέρη και το διευθυντή, αλλά κανένας δεν του είχε προσφέρει την παραμικρή βοήθεια. Ύστερα είχε επικοινωνήσει με έναν ιδιωτικό ερευνητή, αναθέτοντάς του να ψάξει ταξί, λεωφορεία και μετρό, να τηλεφωνήσει σε κάθε κατάστημα της πόλης που νοίκιαζε κοστούμια για μεταμφιέσεις, να διαδώσει πολύ διακριτικά ότι αναζητούσε οποιονδήποτε είχε δει μια γυναίκα στους δρόμους του Παρισιού μετά τις τρεις το πρωί, η οποία φορούσε ένα μαύρο μανδύα πάνω από ένα τιρκουάζ κοστούμι πεταλούδας. Θα μπορούσε να ανατρέξει ο ίδιος σ’ αυτές τις πηγές, αλλά ήταν πολύ γνωστός και το τελευταίο που ήθελε ήταν να κινήσει το ενδιαφέρον του Τύπου. Το θέμα ήταν πολύ προσωπικό.